φάγος (gluttonous)
editMatthew 11:19
- KJV: The Son of man came eating and drinking and they say Behold a man gluttonous and a winebibber a friend of publicans and sinners But wisdom is justified of her children
- GK: ήλθεν ο υιός του ανθρώπου εσθίων και πίνων και λέγουσιν ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης τελωνών φίλος και αμαρτωλών και εδικαιώθη η σοφία από των τέκνων αυτής
Luke 7:34
- KJV: The Son of man is come eating and drinking and ye say Behold a gluttonous man and a winebibber a friend of publicans and sinners
- GK: ελήλυθεν ο υιός του ανθρώπου εσθίων και πίνων και λέγετε ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης φίλος τελωνών και αμαρτωλών
φάγω (eat)
editMatthew 6:25
- KJV: Therefore I say unto you Take no thought for your life what ye shall eat or what ye shall drink nor yet for your body what ye shall put on Is not the life more than meat and the body than raiment
- GK: διά τούτο λέγω υμίν μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε ουχί η ψυχή πλείόν εστι της τροφής και το σώμα του ενδύματος
Matthew 6:31
- KJV: Therefore take no thought saying What shall we eat or What shall we drink or Wherewithal shall we be clothed
- GK: μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες τι φάγωμεν η τι πίωμεν η τι περιβαλώμεθα
Matthew 12:4
- KJV: How he entered into the house of God and did eat the shew bread which was not lawful for him to eat neither for them which were with him but only for the priests
- GK: πως εισήλθεν εις τον οίκον του θεού και τους άρτους της προθέσεως έφαγεν ους ουκ εξόν ην αυτώ φαγείν ουδέ τοις μετ΄ αυτού ει τοις ιερεύσι μόνοις
Matthew 14:16
- KJV: But Jesus said unto them They need not depart give ye them to eat
- GK: ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς ου χρείαν έχουσιν απελθείν δότε αυτοίς υμείς φαγείν
Matthew 14:20
- KJV: And they did all eat and were filled and they took up of the fragments that remained twelve baskets full
- GK: και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις
Matthew 15:20
- KJV: These are which defile a man but to eat with unwashen hands defileth not a man
- GK: ταύτά εστι τα κοινούντα τον άνθρωπον το δε ανίπτοις χερσί φαγείν ου κοινοί τον άνθρωπον
Matthew 15:32
- KJV: Then Jesus called his disciples and said I have compassion on the multitude because they continue with me now three days and have nothing to eat and I will not send them away fasting lest they faint in the way
- GK: ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος τους μαθητάς αυτού είπε σπλαγχνίζομαι επί τον όχλον ότι ήδη ημέρας τρεις προσμένουσί μοι και ουκ έχουσι τι φάγωσι και απολύσαι αυτούς νήστεις ου θέλω μήποτε εκλυθώσιν εν τη οδώ
Matthew 15:37
- KJV: And they did all eat and were filled and they took up of the broken that was left seven baskets full
- GK: και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων επτά σπυρίδας πλήρεις
Matthew 25:35
- KJV: For I was an hungred and ye gave me meat I was thirsty and ye gave me drink I was a stranger and ye took me in
- GK: επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν εδίψησα και εποτίσατέ με ξένος ήμην και συνηγάγετέ με
φαίνω (appear)
editMatthew 1:20
- KJV: But while he thought on these things behold the angel of the Lord appeared unto him in a dream saying Joseph thou son of David fear not to take unto thee Mary thy wife for that which is conceived in her is of the Holy Ghost
- GK: ταύτα δε αυτού ενθυμηθέντος ιδού άγγελος κυρίου κατ΄ όναρ εφάνη αυτώ λέγων Ιωσήφ υιός Δαβίδ μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκά σου το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματός εστιν αγίου
Matthew 2:7
- KJV: Then Herod when he had privily called the wise men enquired of them diligently what time the star appeared
- GK: τότε Ηρώδης λάθρα καλέσας τους μάγους ηκρίβωσε παρ΄ αυτών τον χρόνον του φαινομένου αστέρος
Matthew 2:13
- KJV: And when they were departed behold the angel of the Lord appeareth to Joseph in a dream saying Arise and take the young child and his mother and flee into Egypt and be thou there until I bring thee word for Herod will seek the young child to destroy him
- GK: αναχωρησάντων δε αυτών ιδού άγγελος κυρίου φαίνεται κατ΄ όναρ τω Ιωσήφ λέγων εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον και ίσθι εκεί έως αν είπω σοι μέλλει γαρ Ηρώδης ζητείν το παιδίον του απολέσαι αυτό
Matthew 2:19
- KJV: But when Herod was dead behold an angel of the Lord appeareth in a dream to Joseph in Egypt
- GK: τελευτήσαντος δε του Ηρώδου ιδού άγγελος κυρίου κατ΄ όναρ φαίνεται τω Ιωσήφ εν Αιγύπτω
Matthew 6:5
- KJV: And when thou prayest thou shalt not be as the hypocrites for they love to pray standing in the synagogues and in the corners of the streets that they may be seen of men Verily I say unto you They have their reward
- GK: και όταν προσεύχη ουκ έση ώσπερ οι υποκριταί ότι φιλούσιν εν ταις συναγωγαίς και εν ταις γωνίαις των πλατειών εστώτες προσεύχεσθαι όπως αν φανώσι τοις ανθρώποις αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών
Matthew 6:16
- KJV: Moreover when ye fast be not as the hypocrites of a sad countenance for they disfigure their faces that they may appear unto men to fast Verily I say unto you They have their reward
- GK: όταν δε νηστεύσητε μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών
Matthew 6:18
- KJV: That thou appear not unto men to fast but unto thy Father which is in secret and thy Father which seeth in secret shall reward thee openly
- GK: όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων αλλά τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ
Matthew 9:33
- KJV: And when the devil was cast out the dumb spake and the multitudes marvelled saying It was never so seen in Israel
- GK: και εκβληθέντος του δαιμονίου ελάλησεν ο κωφός και εθαύμασαν οι όχλοι λέγοντες ουδέποτε εφάνη ούτως εν τω Ισραήλ
Matthew 13:26
- KJV: But when the blade was sprung up and brought forth fruit then appeared the tares also
- GK: ότε δε εβλάστησεν ο χόρτος και καρπόν εποίησε τότε εφάνη και τα ζιζάνια
Φάλεκ (Phalec)
editLuke 3:35
- KJV: Which was of Saruch which was of Ragau which was of Phalec which was of Heber which was of Sala
- GK: του Σαρούχ του Ραγαύ του Φαλέκ του Εβέρ του Σαλά
φανερός (abroad)
editMatthew 6:4
- KJV: That thine alms may be in secret and thy Father which seeth in secret himself shall reward thee openly
- GK: όπως η σου η ελεημοσύνη εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αυτός αποδώσει σοι εν τω φανερώ
Matthew 6:6
- KJV: But thou when thou prayest enter into thy closet and when thou hast shut thy door pray to thy Father which is in secret and thy Father which seeth in secret shall reward thee openly
- GK: συ δε όταν προσεύχη είσελθε εις το ταμείον σου και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ
Matthew 6:18
- KJV: That thou appear not unto men to fast but unto thy Father which is in secret and thy Father which seeth in secret shall reward thee openly
- GK: όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων αλλά τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ
Matthew 12:16
- KJV: And charged them that they should not make him known
- GK: και επετίμησεν αυτοίς ίνα μη φανερόν αυτόν ποιήσωσιν
Mark 3:12
- KJV: And he straitly charged them that they should not make him known
- GK: και πολλά επετίμα αυτοίς ίνα μη αυτόν φανερόν ποιήσωσι
Mark 4:22
- KJV: For there is nothing hid which shall not be manifested neither was any thing kept secret but that it should come abroad
- GK: ου γαρ εστί τι κρυπτόν ο εάν μη φανερωθή ουδέ εγένετο απόκρυφον αλλ΄ ίνα εις φανερόν έλθη
Mark 6:14
- KJV: And king Herod heard for his name was spread abroad and he said That John the Baptist was risen from the dead and therefore mighty works do shew forth themselves in him
- GK: και ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης φανερόν γαρ εγένετο το όνομα αύτου και έλεγεν ότι Ιωάννης ο βαπτίζων εκ νεκρών ηγέρθη και διά τούτο ενεργούσιν αι δυνάμεις εν αυτώ
Luke 8:17
- KJV: For nothing is secret that shall not be made manifest neither hid that shall not be known and come abroad
- GK: ου γαρ εστι κρυπτόν ο ου φανερόν γενήσεται ουδέ απόκρυφον ο ου γνωσθήσεται και εις φανερόν έλθη
Acts 4:16
- KJV: Saying What shall we do to these men for that indeed a notable miracle hath been done by them manifest to all them that dwell in Jerusalem and we can not deny
- GK: λέγοντες τι ποιήσομεν τοις ανθρώποις τούτοις ότι μεν γαρ γνωστόν σημείον γέγονε δι΄ αυτών πάσι τοις κατοικούσιν Ιερουσαλήμ φανερόν και ου δυνάμεθα αρνήσασθαι
φανερόω (appear)
editMark 4:22
- KJV: For there is nothing hid which shall not be manifested neither was any thing kept secret but that it should come abroad
- GK: ου γαρ εστί τι κρυπτόν ο εάν μη φανερωθή ουδέ εγένετο απόκρυφον αλλ΄ ίνα εις φανερόν έλθη
Mark 16:12
- KJV: After that he appeared in another form unto two of them as they walked and went into the country
- GK: μετά δε ταύτα δυσίν εξ αυτών περιπατούσιν εφανερώθη εν ετέρα μορφή πορευομένοις εις αγρόν
Mark 16:14
- KJV: Afterward he appeared unto the eleven as they sat at meat and upbraided them with their unbelief and hardness of heart because they believed not them which had seen him after he was risen
- GK: ύστερον ανακειμένοις αυτοίς τοις ένδεκα εφανερώθη και ωνείδισε την απιστίαν αυτών και σκληροκαρδίαν ότι τοις θεασσαμένοις αυτόν εγηγερμένον ουκ επίστευσαν
John 1:31
- KJV: And I knew him not but that he should be made manifest to Israel therefore am I come baptizing with water
- GK: καγώ ουκ ήδειν αυτόν αλλ΄ ίνα φανερωθή τω Ισραήλ διά τούτο ήλθον εγώ εν τω ύδατι βαπτίζων
John 2:11
- KJV: This beginning of miracles did Jesus in Cana of Galilee and manifested forth his glory and his disciples believed on him
- GK: ταύτην εποίησεν την αρχήν των σημείων ο Ιησούς εν Κανά της Γαλιλαίας και εφανέρωσε την δόξαν αυτού και επίστευσαν εις αυτόν οι μαθηταί αυτού
John 3:21
- KJV: But he that doeth truth cometh to the light that his deeds may be made manifest that they are wrought in God
- GK: ο δε ποιών την αλήθειαν έρχεται προς το φως ίνα φανερωθή αυτού τα έργα ότι εν θεώ εστιν ειργασμένα
John 7:4
- KJV: For no man doeth any thing in secret and he himself seeketh to be known openly If thou do these things shew thyself to the world
- GK: ουδείς γαρ εν κρυπτώ τι ποιεί και ζητεί αυτός εν παρρησία είναι ει ταύτα ποιείς φανέρωσον σεαυτόν τω κόσμω
John 9:3
- KJV: Jesus answered Neither hath this man sinned nor his parents but that the works of God should be made manifest in him
- GK: απεκρίθη ο Ιησούς ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε ο γονείς αυτού αλλ΄ ίνα φανερωθή τα έργα του θεού εν αυτώ
John 17:6
- KJV: I have manifested thy name unto the men which thou gavest me out of the world thine they were and thou gavest them me and they have kept thy word
- GK: εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις ους δέδωκάς μοι εκ του κόσμου σοι ήσαν και εμοί αυτούς δέδωκας και τον λόγον σου τετηρήκασι
φανερῶσ (evidently)
editMark 1:45
- KJV: But he went out and began to publish much and to blaze abroad the matter insomuch that Jesus could no more openly enter into the city but was without in desert places and they came to him from every quarter
- GK: ο δε εξελθών ήρξατο κηρύσσειν πολλά και διαφημίζειν τον λόγον ώστε μηκέτι αυτόν δύνασθαι φανερώς εις πόλιν εισελθείν αλλ΄ έξω εν ερήμοις τόποις ην και ήρχοντο προς αυτόν πανταχόθεν
John 7:10
- KJV: But when his brethren were gone up then went he also up unto the feast not openly but as it were in secret
- GK: ως δε ανέβησαν οι αδελφοί αυτού τότε και αυτός ανέβη εις την εορτήν ου φανερώς αλλ΄ ως εν κρυπτώ
Acts 10:3
- KJV: He saw in a vision evidently about the ninth hour of the day an angel of God coming in to him and saying unto him Cornelius
- GK: είδεν εν οράματι φανερώς ωσεί ώραν εννάτην της ημέρας άγγελον του θεού εισελθόντα προς αυτόν και ειπόντα αυτώ Κορνήλιε
φανέρωσις (manifestation)
edit1 Corinthians 12:7
- KJV: But the manifestation of the Spirit is given to every man to profit withal
- GK: εκάστω δε δίδοται η φανέρωσις του πνεύματος προς το συμφέρον
2 Corinthians 4:2
- KJV: But have renounced the hidden things of dishonesty not walking in craftiness nor handling the word of God deceitfully but by manifestation of the truth commending ourselves to every man’s conscience in the sight of God
- GK: αλλ΄ απειπάμεθα τα κρυπτά της αισχύνης μη περιπατούντες εν πανουργία μηδέ δολούντες τον λόγον του θεού αλλά τη φανερώσει της αληθείας συνιστώντες εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων ενώπιον του θεού
φανός (lantern)
editJohn 18:3
- KJV: Judas then having received a band and officers from the chief priests and Pharisees cometh thither with lanterns and torches and weapons
- GK: ο ούν Ιούδας λαβών την σπείραν και εκ των αρχιερέων και Φαρισαίων υπηρέτας έρχεται εκεί μετά φανών και λαμπάδων και όπλων
Φανουήλ (Phanuel)
editLuke 2:36
- KJV: And there was one Anna a prophetess the daughter of Phanuel of the tribe of Aser she was of a great age and had lived with an husband seven years from her virginity
- GK: και ην Άννα προφήτις θυγάτηρ Φανουήλ εκ φυλής Ασήρ αύτη προβεβηκυία εν ημέραις πολλαίς ζήσασα έτη μετά ανδρός επτά από της παρθενίας αυτής
φαντάζω (sight)
editHebrews 12:21
- KJV: And so terrible was the sight Moses said I exceedingly fear and quake
- GK: και ούτω φοβερόν ην το φανταζόμενον Μωϋσης είπεν έκφοβός ειμι και έντρομος
φαντασία (pomp)
editActs 25:23
- KJV: And on the morrow when Agrippa was come and Bernice with great pomp and was entered into the place of hearing with the chief captains and principal men of the city at Festus’ commandment Paul was brought forth
- GK: τη ουν επαύριον ελθόντος του Αγρίππα και της Βερνίκης μετά πολλής φαντασίας και εισελθόντων εις το ακροατήριον συν τε τοις χιλιάρχοις και ανδράσι τοις κατ΄ εξοχήν ούσι της πόλεως και κελεύσαντος του Φήστου ήχθη ο Παύλος
φάντασμα (spirit)
editMatthew 14:26
- KJV: And when the disciples saw him walking on the sea they were troubled saying It is a spirit and they cried out for fear
- GK: και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστι και από του φόβου έκραξαν
Mark 6:49
- KJV: But when they saw him walking upon the sea they supposed it had been a spirit and cried out
- GK: οι δε ιδόντες αυτόν περιπατούντα επί της θαλάσσης έδοξαν φάντασμα είναι και ανέκραξαν
φάραγξ (valley)
editLuke 3:5
- KJV: Every valley shall be filled and every mountain and hill shall be brought low and the crooked shall be made straight and the rough ways made smooth
- GK: πάσα φάραγξ πληρωθήσεται και παν όρος και βουνός ταπεινωθήσεται και έσται τα σκολιά εις ευθείαν και αι τραχείαι εις οδούς λείας
Φαραώ (Pharaoh)
editActs 7:10
- KJV: And delivered him out of all his afflictions and gave him favour and wisdom in the sight of Pharaoh king of Egypt and he made him governor over Egypt and all his house
- GK: και εξείλετο αυτόν εκ πασών των θλίψεων αυτού και έδωκεν αυτώ χάριν και σοφίαν εναντίον Φαράω βασιλέως Αιγύπτου και κατέστησεν αυτόν ηγούμενον επ΄ Αίγυπτον και όλον τον οίκον αυτού
Acts 7:13
- KJV: And at the second Joseph was made known to his brethren and Joseph’s kindred was made known unto Pharaoh
- GK: και εν τω δευτέρω ανεγνωρίσθη Ιωσήφ τοις αδελφοίς αυτού και φανερόν εγένετο τω Φαραώ το γένος του Ιωσήφ
Acts 7:21
- KJV: And when he was cast out Pharaoh’s daughter took him up, and nourished him for her own son
- GK: εκτεθέντα δε αυτόν ανείλετο αυτόν η θυγάτηρ Φαραώ και ανεθρέψατο αυτόν εαυτή εις υιόν
Romans 9:17
- KJV: For the scripture saith unto Pharaoh Even for this same purpose have I raised thee up that I might shew my power in thee and that my name might be declared throughout all the earth
- GK: λέγει γαρ η γραφή τω Φαραώ ότι εις αυτό τούτο εξήγειρά σε όπως ενδείξωμαι εν σοι την δύναμίν μου και όπως διαγγελή το όνομά μου εν πάση τη γη
Hebrews 11:24
- KJV: By faith Moses when he was come to years refused to be called the son of Pharaoh’s daughter
- GK: πίστει Μωϋσης μέγας γενόμενος ηρνήσατο λέγεσθαι υιός θυγατρός Φαράω
Φαρές (Phares)
editMatthew 1:3
- KJV: And Judas begat Phares and Zara of Thamar and Phares begat Esrom and Esrom begat Aram
- GK: Ιούδας δε εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά εκ της Θάμαρ Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ
Luke 3:33
- KJV: Which was of Aminadab which was of Aram which was of Esrom which was of Phares which was of Juda
- GK: του Αμιναδάβ του Αράμ του Εσρώμ του Φαρές του Ιούδα
Φαρισαῖος (Pharisee)
editMatthew 3:7
- KJV: But when he saw many of the Pharisees and Sadducees come to his baptism he said unto them O generation of vipers who hath warned you to flee from the wrath to come
- GK: ιδών δε πολλούς των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων ερχομένους επί το βάπτισμα αυτού είπεν αυτοίς γεννήματα εχιδνών τις υπέδειξεν υμίν φυγείν από της μελλούσης οργής
Matthew 5:20
- KJV: For I say unto you That except your righteousness shall exceed of the scribes and Pharisees ye shall in no case enter into the kingdom of heaven
- GK: λέγω γαρ υμίν ότι εάν μη περιοσσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και Φαρισαίων ου εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών
Matthew 9:11
- KJV: And when the Pharisees saw they said unto his disciples Why eateth your Master with publicans and sinners
- GK: και ιδόντες οι Φαρισαίοι είπον τοις μαθηταίς αυτού διατί μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκαλος υμών
Matthew 9:14
- KJV: Then came to him the disciples of John saying Why do we and the Pharisees fast oft but thy disciples fast not
- GK: τότε προσέρχονται αυτώ οι μαθηταί Ιωάννου λέγοντες διατί ημείς και οι Φαρισαίοι νηστεύομεν πολλά οι δε μαθηταί σου ου νηστεύουσι
Matthew 9:34
- KJV: But the Pharisees said He casteth out devils through the prince of the devils
- GK: οι δε Φαρισαίοι έλεγον εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια
Matthew 12:2
- KJV: But when the Pharisees saw they said unto him Behold thy disciples do that which is not lawful to do upon the sabbath day
- GK: οι δε Φαρισαίοι ιδόντες είπον αυτώ ιδού οι μαθηταί ποιούσιν ο ουκ έξεστι ποιείν εν σαββάτω
Matthew 12:14
- KJV: Then the Pharisees went out and held a council against him how they might destroy him
- GK: οι δε Φαρισαίοι συμβούλιον έλαβον κατ΄ αυτού εξελθόντες όπως αυτόν απολέσωσιν
Matthew 12:24
- KJV: But when the Pharisees heard they said This doth not cast out devils but by Beelzebub the prince of the devils
- GK: οι δε Φαρισαίοι ακουσάντες είπον ούτος ουκ εκβάλλει τα δαιμόνια ει εν τω Βεελζεβούλ άρχοντι των δαιμονίων
Matthew 12:38
- KJV: Then certain of the scribes and of the Pharisees answered saying Master we would see a sign from thee
- GK: τότε απεκρίθησάν τινες των γραμματέων και Φαρισαίων λέγοντες διδάσκαλε θέλομεν από σου σημείον ιδείν
φαρμακεία (sorcery)
editGalatians 5:20
- KJV: Idolatry witchcraft hatred variance emulations wrath strife seditions heresies
- GK: ειδωλολατρία φαρμακεία έχθραι έρεις ζήλοι θυμοί εριθείαι διχοστασίαι αιρέσεις
Revelation 9:21
- KJV: Neither repented they of their murders nor of their sorceries nor of their fornication nor of their thefts
- GK: και ου μετενόησαν εκ των φόνων αυτών ούτε εκ των φαρμακειων αυτών ούτε εκ της πορνείας αυτών ούτε εκ των κλεμμάτων αυτών
Revelation 18:23
- KJV: And the light of a candle shall shine no more at all in thee and the voice of the bridegroom and of the bride shall be heard no more at all in thee for thy merchants were the great men of the earth for by thy sorceries were all nations deceived
- GK: και φως λύχνου ου φανή εν σοι έτι και φωνή νυμφίου και νύμφης ου ακουσθή εν σοι έτι ότι οι έμποροί σου ήσαν οι μεγιστάνες της γης ότι εν τη φαρμακεία σου επλανήθησαν πάντα τα έθνη
φαρμακεύς (sorcerer)
editRevelation 21:8
- KJV: But the fearful and unbelieving and the abominable and murderers and whoremongers and sorcerers and idolaters and all liars shall have their part in the lake which burneth with fire and brimstone which is the second death
- GK: τοις δε δειλοίς και απίστοις και αμαρτωλοίς και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη πυρί και θείω ο εστίν ο θάνατος ο δεύτερος
φάρμακος (sorcerer)
editRevelation 22:15
- KJV: For without dogs and sorcerers and whoremongers and murderers and idolaters and whosoever loveth and maketh a lie
- GK: έξω οι κύνες και οι φαρμακοί και οι πόρνοι και οι φονείς και οι ειδωλολάτραι και πας φιλών και ποιών ψεύδος
φάσις (tidings)
editActs 21:31
- KJV: And as they went about to kill him tidings came unto the chief captain of the band that all Jerusalem was in an uproar
- GK: ζητούντων δε αυτόν αποκτείναι ανέβη φάσις τω χιλιάρχω της σπείρης ότι όλη συγκέχυται Ιερουσαλήμ
φάσκω (affirm)
editActs 24:9
- KJV: And the Jews also assented saying that these things were so
- GK: συνεπέθεντο δε και οι Ιουδαίοι φάσκοντες ταύτα ούτως έχειν
Acts 25:19
- KJV: But had certain questions against him of their own superstition and of one Jesus which was dead whom Paul affirmed to be alive
- GK: ζητήματα δε τινα περί της ιδίας δεισιδαιμονίας είχον προς αυτόν και περί τινος Ιησού τεθνηκότος ον έφασκεν ο Παύλος ζην
Romans 1:22
- KJV: Professing themselves to be wise they became fools
- GK: φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν
Revelation 2:2
- KJV: I know thy works and thy labour and thy patience and how thou canst not bear them which are evil and thou hast tried them which say they are apostles and are not and hast found them liars
- GK: οίδα τα έργα σου και τον κόπον σου και την υπομονή σου και ότι ου δύνη βαστάσαι κακούς και επείρασας τους λέγοντας εαυτούς αποστόλους και ουκ εισί και εύρες αυτούς ψευδείς
φάτνη (manager)
editLuke 2:7
- KJV: And she brought forth her firstborn son and wrapped him in swaddling clothes and laid him in a manger because there was no room for them in the inn
- GK: και έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι
Luke 2:12
- KJV: And this a sign unto you Ye shall find the babe wrapped in swaddling clothes lying in a manger
- GK: και τούτο υμίν το σημείον ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον κείμενον εν φάτνη
Luke 2:16
- KJV: And they came with haste and found Mary and Joseph and the babe lying in a manger
- GK: και ήλθον σπεύσαντες και ανεύρον την τε Μαριάμ και τον Ιωσήφ και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη
Luke 13:15
- KJV: The Lord then answered him and said hypocrite doth not each one of you on the sabbath loose his ox or ass from the stall and lead away to watering
- GK: απεκρίθη ούν αυτώ ο κύριος και είπεν υποκριταί έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βουν αυτού η τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει
φαῦλος (evil)
editJohn 3:20
- KJV: For every one that doeth evil hateth the light neither cometh to the light lest his deeds should be reproved
- GK: πας γαρ ο φαύλα πράσσων μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως ίνα μη ελεγχθή τα έργα αυτού
John 5:29
- KJV: And shall come forth they that have done good unto the resurrection of life and they that have done evil unto the resurrection of damnation
- GK: και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως
Titus 2:8
- KJV: Sound speech that cannot be condemned that he that is of the contrary part may be ashamed having no evil thing to say of you
- GK: λόγον υγιή ακατάγνωστον ίνα ο εξ εναντίας εντραπή μηδέν έχων περί ημών λέγειν φαύλον
James 3:16
- KJV: For where envying and strife there confusion and every evil work
- GK: όπου γαρ ζήλος και ερίθεια εκεί ακαταστασία και παν φαύλον πράγμα
φέγγος (light)
editMatthew 24:29
- KJV: Immediately after the tribulation of those days shall the sun be darkened and the moon shall not give her light and the stars shall fall from heaven and the powers of the heavens shall be shaken
- GK: ευθέως δε μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων ο ήλιος σκοτισθήσεται και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής και οι αστέρες πεσούνται από του ουρανού και αι δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται
Mark 13:24
- KJV: But in those days after that tribulation the sun shall be darkened and the moon shall not give her light
- GK: αλλ΄ εν εκείναις ταις ημέραις μετά την θλίψιν εκείνην ο ήλιος σκοτισθήσεται και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής
Luke 11:33
- KJV: No man when he hath lighted a candle putteth in a secret place neither under a bushel but on a candlestick that they which come in may see the light
- GK: ουδείς δε λύχνον άψας εις κρυπτόν τίθησιν ουδέ υπό τον μόδιον αλλ΄ επί την λυχνίαν ίνα οι εισπορευόμενοι το φέγγος βλέπωσιν
φείδομαι (forbear)
editActs 20:29
- KJV: For I know this that after my departing shall grievous wolves enter in among you not sparing the flock
- GK: εγώ γαρ οίδα τούτο ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου
Romans 8:32
- KJV: He that spared not his own Son but delivered him up for us all how shall he not with him also freely give us all things
- GK: ος γε του ιδίου υιού ουκ εφείσατο αλλ΄ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν πως ουχί και συν αυτώ τα πάντα ημίν χαρίσεται
Romans 11:21
- KJV: For if God spared not the natural branches lest he also spare not thee
- GK: ει γαρ ο θεός των κατά φύσιν κλάδων ουκ εφείσατο μήπως ουδέ σου φείσεται
1 Corinthians 7:28
- KJV: But and if thou marry thou hast not sinned and if a virgin marry she hath not sinned Nevertheless such shall have trouble in the flesh but I spare you
- GK: εάν δε και γήμης ουχ ήμαρτες και εάν γήμη η παρθένος ουχ ήμαρτε θλίψιν δε τη σαρκί έξουσιν οι τοιούτοι εγώ δε υμών φείδομαι
2 Corinthians 1:23
- KJV: Moreover I call God for a record upon my soul that to spare you I came not as yet unto Corinth
- GK: εγώ δε μάρτυρα τον θεόν επικαλούμαι επί την εμήν ψυήν ότι φειδόμενος υμών ουκέτι ήλθον εις Κόρινθον
2 Corinthians 12:6
- KJV: For though I would desire to glory I shall not be a fool for I will say the truth but I forbear lest any man should think of me above that which he seeth me or he heareth of me
- GK: εάν γαρ θελήσω καυχήσασθαι ουκ έσομαι άφρων αλήθειαν γαρ ερώ φείδομαι δε μη τις εις εμέ λογίσηται υπέρ ο βλέπει με η ακούει τι εξ εμού
2 Corinthians 13:2
- KJV: I told you before and foretell you as if I were present the second time and being absent now I write to them which heretofore have sinned and to all other that if I come again I will not spare
- GK: προείρηκα και προλέγω ως παρών το δεύτερον και απών νυν γράφω τοις προημαρτηκόσι και τοις λοιποίς πάσιν ότι εάν έλθω εις το πάλιν ου φείσομαι
2 Peter 2:4
- KJV: For if God spared not the angels that sinned but cast down to hell and delivered into chains of darkness to be reserved unto judgment
- GK: ει γαρ ο θεός αγγέλων αμαρτησάντων ουκ εφείσατο αλλά σειραίς ζόφου ταρταρώσας παρέδωκεν εις κρίσιν τετηρημένους
2 Peter 2:5
- KJV: And spared not the old world but saved Noah the eighth a preacher of righteousness bringing in the flood upon the world of the ungodly
- GK: και αρχαίου κόσμου ουκ εφείσατο αλλά όγδοον Νώε δικαιοσύνης κήρυκα εφύλαξε κατακλυσμόν κόσμω ασεβών επάξας
φειδομένωσ (sparingly)
edit2 Corinthians 9:6
- KJV: But this He which soweth sparingly shall reap also sparingly and he which soweth bountifully shall reap also bountifully
- GK: τούτο δε ο σπείρων φειδομένως φειδομένως και θερίσει και ο σπείρων επ΄ ευλογίαις επ΄ ευλογίαις και θερίσει
φελόνης (cloke)
edit2 Timothy 4:13
- KJV: The cloke that I left at Troas with Carpus when thou comest bring and the books especially the parchments
- GK: τον φελόνην ον απέλιπον εν Τρωάδι παρά Κάρπω ερχόμενος φέρε και τα βιβλία μάλιστα τας μεμβράνας
φέρω (be)
editMatthew 14:11
- KJV: And his head was brought in a charger and given to the damsel and she brought to her mother
- GK: και η κεφαλή ηνέχθη επί πίνακι και εδόθη τω κορασίω και ήνεγκε τη μητρί αυτής
Matthew 14:18
- KJV: He said Bring them hither to me
- GK: ο δε είπε φέρετέ μοι αυτούς ώδε
Matthew 17:17
- KJV: Then Jesus answered and said O faithless and perverse generation how long shall I be with you how long shall I suffer you bring him hither to me
- GK: αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη έως πότε έσομαι μεθ΄ υμών έως πότε ανέξομαι υμών φέρετέ μοι αυτόν ώδε
Mark 1:32
- KJV: And at even when the sun did set they brought unto him all that were diseased and them that were possessed with devils
- GK: οψίας δε γενομένης ότε έδυ ο ήλιος έφερον προς αυτόν πάντας τους κακώς έχοντας και τους δαιμονιζομένους
Mark 2:3
- KJV: And they come unto him bringing one sick of the palsy which was borne of four
- GK: και έρχονται προς αυτόν παραλυτικόν φέροντες αιρόμενον υπό τεσσάρων
Mark 4:8
- KJV: And other fell on good ground and did yield fruit that sprang up and increased and brought forth some thirty and some sixty and some an hundred
- GK: και άλλο έπεσεν εις την γην την καλήν και εδίδου καρπόν αναβαίνοντα και αυξάνοντα και έφερεν εν τριάκοντα και εν εξήκοντα και εν εκατόν
Mark 6:27
- KJV: And immediately the king sent an executioner and commanded his head to be brought and he went and beheaded him in the prison
- GK: και ευθέως αποστείλας ο βασιλεύς σπεκουλάτωρα επέταξεν ενεχθήναι την κεφαλήν αυτού ο δε απελθών απεκεφάλισεν αυτόν εν τη φυλακή
Mark 6:28
- KJV: And brought his head in a charger and gave it to the damsel and the damsel gave it to her mother
- GK: και ήνεγκε την κεφαλήν αυτού επί πίνακι και έδωκεν αυτήν τω κορασίω και το κοράσιον έδωκεν αυτήν τη μητρί αυτής
Mark 7:32
- KJV: And they bring unto him one that was deaf and had an impediment in his speech and they beseech him to put his hand upon him
- GK: και φέρουσιν αυτώ κωφόν μογιλάλον και παρακαλούσιν αυτόν ίνα επιθή αυτώ την χείρα
φεύγω (escape)
editMatthew 2:13
- KJV: And when they were departed behold the angel of the Lord appeareth to Joseph in a dream saying Arise and take the young child and his mother and flee into Egypt and be thou there until I bring thee word for Herod will seek the young child to destroy him
- GK: αναχωρησάντων δε αυτών ιδού άγγελος κυρίου φαίνεται κατ΄ όναρ τω Ιωσήφ λέγων εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον και ίσθι εκεί έως αν είπω σοι μέλλει γαρ Ηρώδης ζητείν το παιδίον του απολέσαι αυτό
Matthew 3:7
- KJV: But when he saw many of the Pharisees and Sadducees come to his baptism he said unto them O generation of vipers who hath warned you to flee from the wrath to come
- GK: ιδών δε πολλούς των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων ερχομένους επί το βάπτισμα αυτού είπεν αυτοίς γεννήματα εχιδνών τις υπέδειξεν υμίν φυγείν από της μελλούσης οργής
Matthew 8:33
- KJV: And they that kept them fled and went their ways into the city and told every thing and what was befallen to the possessed of the devils
- GK: οι δε βόσκοντες έφυγον και απελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν πάντα και τα των δαιμονίζομενων
Matthew 10:23
- KJV: But when they persecute you in this city flee ye into another for verily I say unto you Ye shall not have gone over the cities of Israel till the Son of man be come
- GK: όταν δε διώκωσιν υμάς εν τη πόλει ταύτη φεύγετε εις την άλλην αμήν γαρ λέγω υμίν ου τελέσητε τας πόλεις του Ισραήλ έως αν έλθη ο υιός του ανθρώπου
Matthew 23:33
- KJV: serpents generation of vipers how can ye escape the damnation of hell
- GK: οφείς γεννήματα εχιδνών πως φύγητε από της κρίσεως της γεέννης
Matthew 24:16
- KJV: Then let them which be in Judaea flee into the mountains
- GK: τότε οι εν τη Ιουδαία φευγέτωσαν επί τα όρη
Matthew 26:56
- KJV: But all this was done that the scriptures of the prophets might be fulfilled Then all the disciples forsook him and fled
- GK: τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθώσιν αι γραφαί των προφητών τότε οι μαθηταί πάντες αφέντες αυτόν έφυγον
Mark 5:14
- KJV: And they that fed the swine fled and told in the city and in the country And they went out to see what it was that was done
- GK: οι δε βόσκοντες τους χοίρους έφυγον και ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς και εξήλθον ιδείν τι εστι το γεγονός
Mark 13:14
- KJV: But when ye shall see the abomination of desolation spoken of by Daniel the prophet standing where it ought not let him that readeth understand then let them that be in Judæa flee to the mountains
- GK: όταν δε ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως το ρηθέν υπό Δανιήλ του προφήτου εστώς όπου ου δει ο αναγινώσκων νοείτω τότε οι εν τη Ιουδαία φευγέτωσαν εις τα όρη
Φῆλιξ (Felix)
editActs 23:24
- KJV: And provide beasts that they may set Paul on and bring safe unto Felix the governor
- GK: κτήνη τε παραστήσαι ίνα επιβιβάσαντες τον Παύλον διασώσωσι προς Φήλικα τον ηγεμόνα
Acts 23:26
- KJV: Claudius Lysias unto the most excellent governor Felix greeting
- GK: Κλαύδιος Λυσίας τω κρατίστω ηγεμόνι Φήλικι χαίρειν
Acts 24:3
- KJV: We accept always and in all places most noble Felix with all thankfulness
- GK: πάντη τε και πανταχού αποδεχόμεθα κράτιστε Φήλιξ μετά πασης ευχαριστίας
Acts 24:22
- KJV: And Felix heard these things having more perfect knowledge of way deferred them and said When Lysias the chief captain shall come down I will know the uttermost of your matter
- GK: ακούσας δε ταύτα ο Φήλιξ ανεβάλετο αυτούς ακριβέστερον ειδώς τα περί της οδού ειπών όταν Λυσίας ο χιλίαρχος καταβή διαγνώσομαι τα καθ΄ υμάς
Acts 24:24
- KJV: And after certain days when Felix came with his wife Drusilla which a Jewess he sent for Paul and heard him concerning the faith in Christ
- GK: μετά δε ημέρας τινάς παραγενόμενος ο Φήλιξ συν Δρουσίλλη τη γυναικί αυτού ούση Ιουδαία μετεπέμψατο τον Παύλον και ήκουσεν αυτού περί της εις χριστόν πίστεως
Acts 24:25
- KJV: And as he reasoned of righteousness temperance and judgment to come Felix trembled and answered Go thy way this time when I have a convenient season I will call for thee
- GK: διαλεγομένου δε αυτού περί δικαιοσύνης και εγκρατείας και του κρίματος του μέλλοντος έσεσθαι έμφοβος γενόμενος ο Φήλιξ απεκρίθη το νυν έχον πορεύου καιρόν δε μεταλαβών μετακαλέσομαί σε
Acts 24:27
- KJV: But after two years Porcius Festus came into Felix’ room and Felix willing to shew the Jews a pleasure left Paul bound
- GK: διετίας δε πληρωθείσης έλαβε διάδοχον ο Φήλιξ Πόρκιον Φήστον θέλων τε χάριτας καταθέσθαι τοις Ιουδαίοις ο Φήλιξ κατέλιπε τον Παύλον δεδεμένον
Acts 25:14
- KJV: And when they had been there many days Festus declared Paul’s cause unto the king saying There is a certain man left in bonds by Felix
- GK: ως δε πλείους ημέρας διέτριβον εκεί ο Φήστος τω βασιλεί ανέθετο τα κατά τον Παύλον λέγων ανήρ τις εστι καταλελειμμένος υπό Φήλικος δέσμιος
φήμη (fame)
editMatthew 9:26
- KJV: And the fame hereof went abroad into all that land
- GK: και εξήλθεν η φήμη αύτη εις όλην την γην εκείνην
Luke 4:14
- KJV: And Jesus returned in the power of the Spirit into Galilee and there went out a fame of him through all the region round about
- GK: και υπέστρεψεν ο Ιησούς εν τη δυνάμει του πνεύματος εις την Γαλιλαίαν και φήμη εξήλθε καθ΄ όλης της περιχώρου περί αυτού
φημί (affirm)
editMatthew 4:7
- KJV: Jesus said unto him It is written again Thou shalt not tempt the Lord thy God
- GK: έφη αυτώ ο Ιησούς πάλιν γέγραπται ουκ εκπειράσεις κύριον τον θεόν σου
Matthew 8:8
- KJV: The centurion answered and said Lord I am not worthy that thou shouldest come under my roof but speak the word only and my servant shall be healed
- GK: και αποκριθείς ο εκατόνταρχος έφη κύριε ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης αλλά μόνον ειπέ λόγον και ιαθήσεται ο παις μου
Matthew 13:28
- KJV: He said unto them An enemy hath done this The servants said unto him Wilt thou then that we go and gather them up
- GK: ο δε έφη αυτοίς εχθρός άνθρωπος τούτο εποίησεν οι δε δούλοι είπον αυτώ θέλεις ουν απελθόντες συλλέξομεν αυτά
Matthew 13:29
- KJV: But he said Nay lest while ye gather up the tares ye root up also the wheat with them
- GK: ο δε έφη ου μήποτε συλλέγοντες τα ζιζάνια εκριζώσητε άμα αυτοίς τον σίτον
Matthew 14:8
- KJV: And she, being before instructed of her mother said Give me here John Baptist’s head in a charger
- GK: η δε προβιβασθείσα υπό της μητρός αυτής δος μοι φησίν ώδε επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού
Matthew 17:26
- KJV: Peter saith unto him Of strangers Jesus saith unto him Then are the children free
- GK: λέγει αυτώ ο Πέτρος από των αλλοτρίων έφη αυτώ ο Ιησούς άρα γε ελεύθεροί εισιν οι υιοί
Matthew 19:21
- KJV: Jesus said unto him If thou wilt be perfect go sell that thou hast and give to the poor and thou shalt have treasure in heaven and come follow me
- GK: έφη αυτώ ο Ιησούς ει θέλεις τέλειος είναι ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ και δεύρο ακολούθει μοι
Matthew 21:27
- KJV: And they answered Jesus and said We cannot tell And he said unto them Neither tell I you by what authority I do these things
- GK: και αποκριθέντες τω Ιησού είπον ουκ οίδαμεν έφη αυτοίς και αυτός ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ
Matthew 25:21
- KJV: His lord said unto him Well done good and faithful servant thou hast been faithful over a few things I will make thee ruler over many things enter thou into the joy of thy lord
- GK: έφη δε αυτώ ο κύριος αυτού ευ δούλε αγαθέ και πιστέ επί ολίγα ης πιστός επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου
Φῆστος (Festus)
editActs 24:27
- KJV: But after two years Porcius Festus came into Felix’ room and Felix willing to shew the Jews a pleasure left Paul bound
- GK: διετίας δε πληρωθείσης έλαβε διάδοχον ο Φήλιξ Πόρκιον Φήστον θέλων τε χάριτας καταθέσθαι τοις Ιουδαίοις ο Φήλιξ κατέλιπε τον Παύλον δεδεμένον
Acts 25:1
- KJV: Now when Festus was come into the province after three days he ascended from Cæsarea to Jerusalem
- GK: Φήστος ουν επιβάς τη επαρχία μετά τρείς ημέρας ανέβη εις Ιεροσόλυμα από Καισαρείας
Acts 25:4
- KJV: But Festus answered that Paul should be kept at Cæsarea and that he himself would depart shortly
- GK: ο μεν ουν Φήστος απεκρίθη τηρείσθαι τον Παύλον εν Καισαρεία εαυτόν δε μέλλειν εν τάχει εκπορεύεσθαι
Acts 25:9
- KJV: But Festus willing to do the Jews a pleasure answered Paul and said Wilt thou go up to Jerusalem and there be judged of these things before me
- GK: ο Φήστος δε τοις Ιουδαίοις θέλων χάριν καταθέσθαι αποκριθείς τω Παύλω είπε θέλεις εις Ιεροσόλυμα αναβάς εκεί περί τούτων κρίνεσθαι επ΄ εμού
Acts 25:12
- KJV: Then Festus when he had conferred with the council answered Hast thou appealed unto Cæsar unto Cæsar shalt thou go
- GK: τότε ο Φήστος συλλαλήσας μετά του συμβουλίου απεκρίθη Καίσαρα επικέκλησαι επί Καίσαρα πορεύση
Acts 25:13
- KJV: And after certain days king Agrippa and Bernice came unto Cæsarea to salute Festus
- GK: ημερών δε διαγενομένων τινών Αγρίππας ο βασιλεύς και Βερνίκη κατήντησαν εις Καισάρειαν ασπασόμενοι τον Φήστον
Acts 25:14
- KJV: And when they had been there many days Festus declared Paul’s cause unto the king saying There is a certain man left in bonds by Felix
- GK: ως δε πλείους ημέρας διέτριβον εκεί ο Φήστος τω βασιλεί ανέθετο τα κατά τον Παύλον λέγων ανήρ τις εστι καταλελειμμένος υπό Φήλικος δέσμιος
Acts 25:22
- KJV: Then Agrippa said unto Festus I would also hear the man myself To morrow said he thou shalt hear him
- GK: Αγρίππας δε προς τον Φήστον έφη εβουλόμην και αυτός του ανθρώπου ακούσαι ο δε αύριον φησίν ακούση αυτού
Acts 25:23
- KJV: And on the morrow when Agrippa was come and Bernice with great pomp and was entered into the place of hearing with the chief captains and principal men of the city at Festus’ commandment Paul was brought forth
- GK: τη ουν επαύριον ελθόντος του Αγρίππα και της Βερνίκης μετά πολλής φαντασίας και εισελθόντων εις το ακροατήριον συν τε τοις χιλιάρχοις και ανδράσι τοις κατ΄ εξοχήν ούσι της πόλεως και κελεύσαντος του Φήστου ήχθη ο Παύλος
φθάνω ((already) attain)
editMatthew 12:28
- KJV: But if I cast out devils by the Spirit of God then the kingdom of God is come unto you
- GK: ει δε εγώ εν πνεύματι θεού εκβάλλω τα δαιμόνια άρα έφθασεν εφ΄ υμάς η βασιλεία του θεού
Luke 11:20
- KJV: But if I with the finger of God cast out devils no doubt the kingdom of God is come upon you
- GK: ει δε εν δακτύλω θεού εκβάλλω τα δαιμόνια άρα έφθασεν εφ΄ υμάς η βασιλεία του θεού
Romans 9:31
- KJV: But Israel which followed after the law of righteousness hath not attained to the law of righteousness
- GK: Ισραήλ δε διώκων νόμον δικαιοσύνης εις νόμον δικαιοσύνης ουκ έφθασε
2 Corinthians 10:14
- KJV: For we stretch not ourselves beyond as though we reached not unto you for we are come as far as to you also in the gospel of Christ
- GK: ου γαρ ως μη εφικνούμενοι εις υμάς υπερεκτείνομεν εαυτούς άχρι γαρ και υμών εφθάσαμεν εν τω ευαγγελίω του χριστού
Philippians 3:16
- KJV: Nevertheless where to we have already attained let us walk by the same rule let us mind the same thing
- GK: πλην εις ο εφθάσαμεν τω αυτώ στοιχείν κανόνι το αυτό φρονείν
1 Thessalonians 2:16
- KJV: Forbidding us to speak to the Gentiles that they might be saved to fill up their sins alway for the wrath is come upon them to the uttermost
- GK: κωλυόντων ημάς τοις έθνεσι λαλήσαι ίνα σωθώσιν εις το αναπληρώσαι αυτών τας αμαρτίας πάντοτε έφθασε δε επ΄ αυτούς η οργή εις τέλος
1 Thessalonians 4:15
- KJV: For this we say unto you by the word of the Lord that we which are alive remain unto the coming of the Lord shall not prevent them which are asleep
- GK: τούτο γαρ υμίν λέγομεν εν λόγω κυρίου ότι ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι εις την παρουσίαν του κυρίου ου φθάσωμεν τους κοιμηθέντας
φθαρτός (corruptible)
editRomans 1:23
- KJV: And changed the glory of the uncorruptible God into an image made like to corruptible man and to birds and fourfooted beasts and creeping things
- GK: και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών
1 Corinthians 9:25
- KJV: And every man striveth for the mastery is temperate in all things Now they to obtain a corruptible crown but we an incorruptible
- GK: πας δε ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται εκείνοι μεν ούν ίνα φθαρτόν στέφανον λάβωσιν ημείς δε άφθαρτον
1 Corinthians 15:53
- KJV: For this corruptible must put on incorruption and this mortal put on immortality
- GK: δει γαρ το φθαρτόν τούτου ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσαθαι αθανασίαν
1 Corinthians 15:54
- KJV: So when this corruptible shall have put on incorruption and this mortal shall have put on immortality then shall be brought to pass the saying that is written Death is swallowed up in victory
- GK: όταν δε το φθαρτόν τούτο ενδύσηται αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσηται αθανασίαν τότε γενήσεται ο λόγος ο γεγραμμένος κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος
1 Peter 1:18
- KJV: Forasmuch as ye know that ye were not redeemed with corruptible things silver and gold from your vain conversation by tradition from your fathers
- GK: ειδότες ότι ου φθαρτοίς αργυρίω η χρυσίω ελυτρώθητε εκ της ματαίας υμών αναστροφής πατροπαραδότου
1 Peter 1:23
- KJV: Being born again not of corruptible seed but of incorruptible by the word of God which liveth and abideth for ever
- GK: αναγεγεννημένοι ουκ εκ σποράς φθαρτής αλλά αφθάρτου διά λόγου ζώντος θεού και μένοντος εις τον αιώνα
φθέγγομαι (speak)
editActs 4:18
- KJV: And they called them and commanded them not to speak at all nor teach in the name of Jesus
- GK: και καλέσαντες αυτούς παρήγγειλαν αυτοίς το καθόλου μη φθέγγεσθαι μηδέ διδάσκειν επί τω ονόματι του Ιησού
2 Peter 2:16
- KJV: But was rebuked for his iniquity the dumb ass speaking with man’s voice forbad the madness of the prophet
- GK: έλεγξιν δε έσχεν ιδίας παρανομίας υποζύγιον άφωνον εν ανθρώπου φωνή φθεγξάμενον εκώλυσε την του προφήτου παραφρονίαν
2 Peter 2:18
- KJV: For when they speak great swelling of vanity they allure through the lusts of the flesh wantonness those that were clean escaped from them who live in error
- GK: υπέρογκα γαρ ματαιότητος φθεγγόμενοι δελεάζουσιν εν επιθυμίαις σαρκός ασελγείαις τους όντως αποφυγόντας τους εν πλάνη αναστρεφομένους
φθείρω (corrupt (self))
edit1 Corinthians 3:17
- KJV: If any man defile the temple of God him shall God destroy for the temple of God is holy which ye are
- GK: ει τον ναόν του θεού φθείρει φθερεί τούτον ο θεός ο γαρ ναός του θεού άγιός εστιν οίτινές εστε υμείς
1 Corinthians 15:33
- KJV: Be not deceived evil communications corrupt good manners
- GK: μη πλανάσθε φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί
2 Corinthians 7:2
- KJV: Receive us we have wronged no man we have corrupted no man we have defrauded no man
- GK: χωρήσατε ημάς ουδένα ηδικήσαμεν ουδένα εφθείραμεν ουδένα επλεονεκτήσαμεν
2 Corinthians 11:3
- KJV: But I fear lest by any means as the serpent beguiled Eve through his subtilty so your minds should be corrupted from the simplicity that is in Christ
- GK: φοβούμαι δε μήπως ως ο όφις Εύαν εξηπάτησεν εν τη πανουργία αυτού ούτω φθαρή τα νοήματα υμών από της απλότητος της εις τον χριστόν
Ephesians 4:22
- KJV: That ye put off concerning the former conversation the old man which is corrupt according to the deceitful lusts
- GK: αποθέσθαι υμάς κατά την προτέραν αναστροφήν τον παλαιόν άνθρωπον τον φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης
Jude 1:10
- KJV: But these speak evil of those things which they know not but what they know naturally as brute beasts in those things they corrupt themselves
- GK: ούτοι δε όσα μεν ουκ οίδασι βλασφημούσιν όσα δε φυσικώς ως τα άλογα ζώα επίστανται εν τούτοις φθείρονται
Revelation 19:2
- KJV: For true and righteous his judgments for he hath judged the great whore which did corrupt the earth with her fornication and hath avenged the blood of his servants at her hand
- GK: ότι αληθιναί και δίκαιαι αι κρίσεις αυτού ότι έκρινε την πόρνην την μεγάλην ήτις διέφθειρε την γην εν τη πορνεία αυτής και εξεδίκησε το αίμα των δούλων αυτού εκ χειρός αυτής
φθινοπωρινός (whose fruit withereth)
editJude 1:12
- KJV: These are spots in your feasts of charity when they feast with you feeding themselves without fear clouds without water carried about of winds trees whose fruit withereth without fruit twice dead plucked up by the roots
- GK: ούτοί εισιν εν ταις αγάπαις υμών σπιλάδες συνευωχούμενοι υμίν αφόβως εαυτούς ποιμαίνοντες νεφέλαι άνυδροι υπό ανέμων παραφερόμεναι δένδρα φθινοπώρινα άκαρπα δις αποθανόντα εκριζωθέντα
φθόγγος (sound)
editRomans 10:18
- KJV: But I say Have they not heard Yes verily their sound went into all the earth and their words unto the ends of the world
- GK: αλλά λέγω μη ήκουσαν μενούνγε εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών
1 Corinthians 14:7
- KJV: And even things without life giving sound whether pipe or harp except they give a distinction in the sounds how shall it be known what is piped or harped
- GK: όμως τα άψυχα φωνήν διδόντα είτε αυλός είτε κιθάρα εάν διαστολήν τοις φθόγγοις μη δω πως γνωσθήσεται το αυλούμενον η το κιθαριζόμενον
φθονέω (envy)
editGalatians 5:26
- KJV: Let us not be desirous of vain glory provoking one another envying one another
- GK: μη γινώμεθα κενόδοξοι αλλήλους προκαλούμενοι αλλήλοις φθονούντες
φθόνος (envy)
editMatthew 27:18
- KJV: For he knew that for envy they had delivered him
- GK: ήδει γαρ ότι διά φθόνον παρέδωκαν αυτόν
Mark 15:10
- KJV: For he knew that the chief priests had delivered him for envy
- GK: εγίνωσκε γαρ ότι διά φθόνον παραδεδώκεισαν αυτόν οι αρχιερείς
Romans 1:29
- KJV: Being filled with all unrighteousness fornication wickedness covetousness maliciousness full of envy murder debate deceit malignity whisperers
- GK: πεπληρωμένους πάση αδικία πορνεία πονηρία πλεονεξία κακία μεστούς φθόνου φόνου έριδος δόλου κακοηθείας ψιθυριστάς
Galatians 5:21
- KJV: Envyings murders drunkenness revellings and such like of the which I tell you before as I have also told that they which do such things shall not inherit the kingdom of God
- GK: φθόνοι φόνοι μέθαι κώμοι και τα όμοια τούτοις α προλέγω υμίν καθώς και προείπον ότι οι τα τοιαύτα πράσσοντες βασιλείαν θεού ου κληρονομήσουσιν
Philippians 1:15
- KJV: Some indeed preach Christ even of envy and strife and some also of good will
- GK: τινές μεν και διά φθόνον και έριν τινές δε και δι΄ ευδοκίαν τον χριστόν κηρύσσουσιν
1 Timothy 6:4
- KJV: He is proud knowing nothing but doting about questions and strifes of words where of cometh envy strife railings evil surmisings
- GK: τετύφωται μηδέν επιστάμενος αλλά νοσών περί ζητήσεις και λογομαχίας εξ ων γίνεται φθόνος έρις βλασφημίαι υπόνοιαι πονηραί
Titus 3:3
- KJV: For we ourselves also were sometimes foolish disobedient deceived serving divers lusts and pleasures living in malice and envy hateful hating one another
- GK: ήμεν γαρ ποτε και ημείς ανόητοι απειθείς πλανώμενοι δουλεύοντες επιθυμίαις και ηδοναίς ποικίλαις εν κακία και φθόνω διάγοντες στυγητοί μισούντες αλλήλους
James 4:5
- KJV: Do ye think that the scripture saith in vain The spirit that dwelleth in us lusteth to envy
- GK: η δοκείτε ότι κενώς η γραφή λέγει προς φθόνον επιποθεί το πνεύμα ο κατώκησεν εν ημίν
1 Peter 2:1
- KJV: Wherefore laying aside all malice and all guile and hypocrisies and envies and all evil speakings
- GK: αποθέμενοι ούν πάσαν κακίαν και πάντα δόλον και υποκρίσεις και φθόνους και πάσας καταλαλιάς
φθορά (corruption)
editRomans 8:21
- KJV: Because the creature itself also shall be delivered from the bondage of corruption into the glorious liberty of the children of God
- GK: ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του θεού
1 Corinthians 15:42
- KJV: So also the resurrection of the dead It is sown in corruption it is raised in incorruption
- GK: ούτω και η ανάστασις των νεκρών σπείρεται εν φθορά εγείρεται εν αφθαρσία
1 Corinthians 15:50
- KJV: Now this I say brethren that flesh and blood cannot inherit the kingdom of God neither doth corruption inherit incorruption
- GK: τούτο δε φημι αδελφοί ότι σαρξ και αίμα βασιλείαν θεού κληρονομήσαι ου δύνανται ουδέ η φθορά την αφθαρσίαν κληρονομεί
Galatians 6:8
- KJV: For he that soweth to his flesh shall of the flesh reap corruption but he tha soweth to the Spirit shall of the Spirit reap life everlasting
- GK: ότι ο σπείρων εις την σάρκα εαυτού εκ της σαρκός θερίσει φθοράν ο δε σπείρων εις το πνεύμα εκ του πνεύματος θερίσει ζωήν αιώνιον
Colossians 2:22
- KJV: Which all are to perish with the using after the commandments and doctrines of men
- GK: α εστι πάντα εις φθοράν τη αποχρήσει κατά τα εντάλματα και διδασκαλίας των ανθρώπων
2 Peter 1:4
- KJV: Whereby are given unto us exceeding great and precious promises that by these ye might be partakers of the divine nature having escaped the corruption that is in the world through lust
- GK: δι΄ ων τα τίμια ημίν και μέγιστα επαγγέλματα δεδώρηται ίνα διά τούτων γένησθε θείας κοινωνοί φύσεως αποφυγόντες της εν κόσμω εν επιθυμία φθοράς
2 Peter 2:12
- KJV: But these as natural brute beasts made to be taken and destroyed speak evil of the things that they understand not and shall utterly perish in their own corruption
- GK: ούτοι δε ως άλογα ζώα φυσικά γεγεννημένα εις άλωσιν και φθοράν εν οις αγνοούσι βλασφημούντες εν τη φθορά αυτών καταφθαρήσονται
2 Peter 2:19
- KJV: While they promise them liberty they themselves are the servants of corruption for of whom a man is overcome of the same is he brought in bondage
- GK: ελευθερίαν αυτοίς επαγγελλόμενοι αυτοί δούλοι υπάρχοντες της φθοράς ω γαρ τις ήττηται τούτω και δεδούλωται
φιάλη (vial)
editRevelation 5:8
- KJV: And when he had taken the book the four beasts and four twenty elders fell down before the Lamb having every harps and golden vials full of odours which are the prayers of saints
- GK: και ότε έλαβε το βιβλίον τα τέσσαρα ζώα και εικοσιτέσσαρες πρεσβύτεροι έπεσαν ενώπιον του αρνίου έχοντες έκαστος κιθάρας και φιάλας χρυσάς γεμούσας θυμιαμάτων αι εισιν αι προσευχαί των αγίων
Revelation 15:7
- KJV: And one of the four beasts gave unto the seven angels seven golden vials full of the wrath of God who liveth for ever and ever
- GK: και εν εκ των τεσσάρων ζώων έδωκε τοις επτά αγγέλοις επτά φιάλας χρυσάς γεμούσας του θυμού του θεού του ζώντος εις τους αιώνας των αιώνων
Revelation 16:1
- KJV: And I heard a great voice out of the temple saying to the seven angels Go your ways and pour out the vials of the wrath of God upon the earth
- GK: και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του ναού λεγούσης τοις επτά αγγέλοις υπάγετε εκχέατε τας φιάλας του θυμού του θεού εις την γην
Revelation 16:2
- KJV: And the first went and poured out his vial upon the earth and there fell a noisome and grievous sore upon the men which had the mark of the beast and them which worshipped his image
- GK: και απήλθεν ο πρώτος και εξέχεε την φιάλην αυτού επί την γην και εγένετο έλκος κακόν και πονηρόν εις τους ανθρώπους τους έχοντας το χάραγμα του θηρίου και τους προσκυνούντας τη εικόνι αυτού
Revelation 16:3
- KJV: And the second angel poured out his vial upon the sea and it became as the blood of a dead and every living soul died in the sea
- GK: και ο δεύτερος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού εις την θάλασσαν και εγένετο αίμα ως νεκρού και πάσα ψυχή ζώσα απέθανεν εν τη θαλάσση
Revelation 16:4
- KJV: And the third angel poured out his vial upon the rivers and fountains of waters and they became blood
- GK: και ο τρίτος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού εις τους ποταμούς και τας πηγάς των υδάτων και εγένετο αίμα
Revelation 16:8
- KJV: And the fourth angel poured out his vial upon the sun and power was given unto him to scorch men with fire
- GK: και ο τέταρτος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ήλιον και εδόθη αυτώ καυματίσαι τους ανθρώπους εν πυρί
Revelation 16:10
- KJV: And the fifth angel poured out his vial upon the seat of the beast and his kingdom was full of darkness and they gnawed their tongues for pain
- GK: και ο πέμπτος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον θρόνον του θηρίου και εγένετο η βασιλεία αυτού εσκοτωμένη και εμασσώντο τας γλώσσας αυτών εκ του πόνου
Revelation 16:12
- KJV: And the sixth angel poured out his vial upon the great river Euphrates and the water thereof was dried up that the way of the kings of the east might be prepared
- GK: και ο έκτος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ποταμόν τον μέγαν τον Ευφράτην και εξηράνθη το ύδωρ αυτού ίνα ετοιμασθή η οδός των βασιλέων των από ανατολών ηλίου
φιλάγαθος (love of good men)
editTitus 1:8
- KJV: But a lover of hospitality a lover of good men sober just holy temperate
- GK: αλλά φιλόξενον φιλάγαθον σώφρονα δίκαιον όσιον εγκρατή
Φιλαδέλφεια (Philadelphia)
editRevelation 1:11
- KJV: Saying I am Alpha and Omega the first and the last and What thou seest write in a book and send unto the seven churches which are in Asia unto Ephesus and unto Smyrna and unto Pergamos and unto Thyatira and unto Sardis and unto Philadelphia and unto Laodicea
- GK: λεγούσης ο βλέπεις γράψον εις βιβλίον και πέμψον ταις επτά εκκλησίαις εις Εφεσον και εις Σμύρναν και εις Πέργαμον και εις Θυάτειρα και εις Σάρδεις και εις Φιλαδέλφειαν και εις Λαοδίκειαν
Revelation 3:7
- KJV: And to the angel of the church in Philadelphia write These things saith he that is holy he that is true he that hath the key of David he that openeth and no man shutteth and shutteth and no man openeth
- GK: και τω αγγέλω της εν Φιλαδελφεία εκκλησίας γράψον τάδε λέγει ο άγιος ο αληθινός ο έχων την κλειν του Δαβίδ ο ανοίγων και ουδεις κλείει και κλειει και ουδεις ανοιγει
φιλαδελφία (brotherly love (kindness))
editRomans 12:10
- KJV: kindly affectioned one to another with brotherly love in honour preferring one another
- GK: τη φιλαδελφία εις αλλήλους φιλόστοργοι τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι
1 Thessalonians 4:9
- KJV: But as touching brotherly love ye need not that I write unto you for ye yourselves are taught of God to love one another
- GK: περί δε της φιλαδελφίας ου χρείαν έχετε γράφειν υμίν αυτοί γαρ υμείς θεοδίδακτοί εστε εις το αγαπάν αλλήλους
Hebrews 13:1
- KJV: Let brotherly love continue
- GK: η φιλαδελφία μενέτω
1 Peter 1:22
- KJV: Seeing ye have purified your souls in obeying the truth through the Spirit unto unfeigned love of the brethren love one another with a pure heart fervently
- GK: τας ψυχάς υμών ηγνικότες εν τη υπακοή της αληθείας διά πνεύματος εις φιλαδελφίαν ανυπόκριτον εκ καθαράς καρδίας αλλήλους αγαπήσατε εκτενώς
2 Peter 1:7
- KJV: And to godliness brotherly kindness and to brotherly kindness charity
- GK: εν δε τη ευσεβεία την φιλαδελφίαν εν δε τη φιλαδελφία την αγάπην
φιλάδελφος (love as brethren)
edit1 Peter 3:8
- KJV: Finally all of one mind having compassion one of another love as brethren pitiful courteous
- GK: το δε τέλος πάντες ομόφρονες συμπαθείς φιλάδελφοι εύσπλαγχνοι φιλόφρονες
φίλανδρος (love their husbands)
editTitus 2:4
- KJV: That they may teach the young women to be sober to love their husbands to love their children
- GK: ίνα σωφρονίζωσι τας νέας φιλάνδρους είναι φιλοτέκνους
φιλανθρωπία (kindness)
editActs 28:2
- KJV: And the barbarous people shewed us no little kindness for they kindled a fire and received us every one because of the present rain and because of the cold
- GK: οι δε βάρβαροι παρείχον ου την τυχούσαν φιλανθρωπίαν ημίν ανάψαντες γαρ πυράν προσελάβοντο πάντας ημάς διά τον υετόν τον εφεστώτα και διά το ψύχος
Titus 3:4
- KJV: But after that the kindness and love of God our Saviour toward man appeared
- GK: ότε δε η χρηστότης και η φιλανθρωπία επεφάνη του σωτήρος ημών θεού
φιλανθρώπωσ (courteously)
editActs 27:3
- KJV: And the next we touched at Sidon And Julius courteously entreated Paul and gave liberty to go unto his friends to refresh himself
- GK: τη τε ετέρα κατήχθημεν εις Σιδώνα φιλανθρώπως τε ο Ιούλιος τω Παύλω χρησάμενος επετρέψε προς τους φίλους πορευθέντα επιμελείας τυχείν
φιλαργυρία (love of money)
edit1 Timothy 6:10
- KJV: For the love of money is the root of all evil which while some coveted after they have erred from the faith and pierced themselves through with many sorrows
- GK: ρίζα γαρ πάντων των κακών εστίν η φιλαργυρία ης τινές ορεγόμενοι απεπλανήθησαν από της πίστεως και εαυτούς περιέπειραν οδύναις πολλαίς
φιλάργυρος (covetous)
editLuke 16:14
- KJV: And the Pharisees also who were covetous heard all these things and they derided him
- GK: ήκουον δε ταύτα πάντα και οι Φαρισαίοι φιλάργυροι υπάρχοντες και εξεμυκτήριζον αυτόν
2 Timothy 3:2
- KJV: For men shall be lovers of their own selves covetous boasters proud blasphemers disobedient to parents unthankful unholy
- GK: έσονται γαρ οι άνθρωποι φίλαυτοι φιλάργυροι αλαζόνες υπερήφανοι βλάσφημοι γονεύσιν απειθείς αχάριστοι ανόσιοι
φίλαυτος (lover of own self)
edit2 Timothy 3:2
- KJV: For men shall be lovers of their own selves covetous boasters proud blasphemers disobedient to parents unthankful unholy
- GK: έσονται γαρ οι άνθρωποι φίλαυτοι φιλάργυροι αλαζόνες υπερήφανοι βλάσφημοι γονεύσιν απειθείς αχάριστοι ανόσιοι
φιλέω (kiss)
editMatthew 6:5
- KJV: And when thou prayest thou shalt not be as the hypocrites for they love to pray standing in the synagogues and in the corners of the streets that they may be seen of men Verily I say unto you They have their reward
- GK: και όταν προσεύχη ουκ έση ώσπερ οι υποκριταί ότι φιλούσιν εν ταις συναγωγαίς και εν ταις γωνίαις των πλατειών εστώτες προσεύχεσθαι όπως αν φανώσι τοις ανθρώποις αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών
Matthew 10:37
- KJV: He that loveth father or mother more than me is not worthy of me and he that loveth son or daughter more than me is not worthy of me
- GK: ο φιλών πατέρα η μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος και ο φιλών υιόν η θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος
Matthew 23:6
- KJV: And love the uppermost rooms at feasts and the chief seats in the synagogues
- GK: φιλούσί τε την πρωτοκλισίαν εν τοις δείπνοις και τας πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς
Matthew 26:48
- KJV: Now he that betrayed him gave them a sign saying Whomsoever I shall kiss that same is he hold him fast
- GK: ο δε παραδιδούς αυτόν έδωκεν αυτοίς σημείον λέγων ον αν φιλήσω αυτός εστι κρατήσατε αυτόν
Mark 14:44
- KJV: And he that betrayed him had given them a token saying Whomsoever I shall kiss that same is he take him and lead away safely
- GK: δεδώκει δε ο παραδιδούς αυτόν σύσσημον αυτοίς λέγων ον αν φιλήσω αυτός εστι κρατήσατε αυτόν και απαγάγετε ασφαλώς
Luke 20:46
- KJV: Beware of the scribes which desire to walk in long robes and love greetings in the markets and the highest seats in the synagogues and the chief rooms at feasts
- GK: προσέχετε από των γραμματέων των θελόντων περιπατείν εν στολαίς και φιλούντων ασπασμούς εν ταις αγοραίς και πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς και πρωτοκλισίας εν τοις δείπνοις
Luke 22:47
- KJV: And while he yet spake behold a multitude and he that was called Judas one of the twelve went before them and drew near unto Jesus to kiss him
- GK: έτι δε αυτού λαλούντος ιδού όχλος και ο λεγόμενος Ιούδας εις των δώδεκα προήρχετο αυτών και ήγγισε τω Ιησού φιλήσαι αυτόν
John 5:20
- KJV: For the Father loveth the Son and sheweth him all things that himself doeth and he will shew him greater works than these that ye may marvel
- GK: ο γαρ πατήρ φιλεί τον υιόν και πάντα δείκνυσιν αυτώ α αυτός ποιεί και μείζονα τούτων δείξει αυτώ έργα ίνα υμείς θαυμάζητε
John 11:3
- KJV: Therefore his sisters sent unto him saying Lord behold he whom thou lovest is sick
- GK: απέστειλαν ούν αι αδελφαί προς αυτόν λέγουσαι κύριε ίδε ον φιλείς ασθενεί
φιλήδονος (lover of pleasure)
edit2 Timothy 3:4
- KJV: Traitors heady highminded lovers of pleasures more than lovers of God
- GK: προδόται προπετείς τετυφωμένοι φιλήδονοι μάλλον η φιλόθεοι
φίλημα (kiss)
editLuke 7:45
- KJV: Thou gavest me no kiss but this woman since the time I came in hath not ceased to kiss my feet
- GK: φίλημά μοι ουκ έδωκας αύτη δε αφ΄ ης εισήλθον ου διέλιπε καταφιλούσά μου τους πόδας
Luke 22:48
- KJV: But Jesus said unto him Judas betrayest thou the Son of man with a kiss
- GK: Ιησούς είπεν αυτώ Ιούδα φιλήματι τον υιόν του ανθρώπου παραδίδως
Romans 16:16
- KJV: Salute one another with an holy kiss The churches of Christ salute you
- GK: ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγίω ασπάζονται υμάς αι εκκλησίαι του χριστού
1 Corinthians 16:20
- KJV: All the brethren greet you Greet ye one another with an holy kiss
- GK: ασπάζονται υμάς οι αδελφοί πάντες ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγίω
2 Corinthians 13:12
- KJV: Greet one another with an holy kiss
- GK: ασπάσασθε αλλήλους εν αγίω φιλήματι
1 Thessalonians 5:26
- KJV: Greet all the brethren with an holy kiss
- GK: ασπάσασθε τους αδελφούς πάντας εν φιλήματι αγίω
1 Peter 5:14
- KJV: Greet ye one another with a kiss of charity Peace with you all that are in Christ Jesus Amen
- GK: ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγάπης ειρήνη υμίν πάσι τοις εν χριστώ Ιησού αμήν
Φιλήμων (Philemon)
editPhilemon 1:1
- KJV: Paul a prisoner of Jesus Christ and Timothy brother unto Philemon our dearly beloved and fellowlabourer
- GK: Παύλος δέσμιος χριστού Ιησού και Τιμόθεος ο αδελφός Φιλήμονι τω αγαπητώ και συνεργώ ημών
Φίλητος (Philetus)
edit2 Timothy 2:17
- KJV: And their word will eat as doth a canker of whom is Hymenaeus and Philetus
- GK: και ο λόγος αυτών ως γάγγραινα νομήν έξει ων εστίν Υμέναιος και Φιλητός
φιλία (friendship)
editJames 4:4
- KJV: Ye adulterers and adulteresses know ye not that the friendship of the world is enmity with God whosoever therefore will be a friend of the world is the enemy of God
- GK: μοιχοί και μοιχαλίδες ουκ οίδατε ότι η φιλία του κόσμου έχθρα του θεού εστίν ος αν ούν βουληθή φίλος είναι του κόσμου εχθρός του θεού καθίσταται
Φιλιππήσιος (Philippian)
editPhilippians 4:15
- KJV: Now ye Philippians know also that in the beginning of the gospel when I departed from Macedonia no church communicated with me as concerning giving and receiving but ye only
- GK: οίδατε δε και υμείς Φιλιππήσιοι ότι εν αρχή του ευαγγελίου ότε εξήλθον από Μακεδονίας ουδεμία μοι εκκλησία εκοινώνησεν εις λόγον δόσεως και λήψεως ει υμείς μόνοι
Φίλιπποι (Philippi)
editActs 16:12
- KJV: And from thence to Philippi which is the chief city of that part of Macedonia a colony and we were in that city abiding certain days
- GK: εκείθέν τε εις Φιλίππους ήτις εστί πρώτη της μερίδος της Μακεδονίας πόλις κολώνια ήμεν δε εν αυτή τη πόλει διατρίβοντες ημέρας τινάς
Acts 20:6
- KJV: And we sailed away from Philippi after the days of unleavened bread and came unto them to Troas in five days where we abode seven days
- GK: ημείς δε εξεπλεύσαμεν μετά τας ημέρας των αζύμων από Φιλίππων και ήλθομεν προς αυτούς εις την Τρωάδα άχρι ημερών πέντε ου διετρίψαμεν ημέρας επτά
Philippians 1:1
- KJV: Paul and Timotheus the servants of Jesus Christ to all the saints in Christ Jesus which are at Philippi with the bishops and deacons
- GK: Παύλος και Τιμόθεος δούλοι Ιησού χριστού πάσι τοις αγίοις εν χριστώ Ιησού τοις όυσιν εν Φιλίπποις συν επισκόποις και διακόνοις
1 Thessalonians 2:2
- KJV: But even after that we had suffered before and were shamefully entreated as ye know at Philippi we were bold in our God to speak unto you the gospel of God with much contention
- GK: αλλά και προπαθόντες και υβρισθέντες καθώς οίδατε εν Φιλίπποις επαρρησιασάμεθα εν τω θεώ ημών λαλήσαι προς υμάς το ευαγγέλιον του θεού εν πολλώ αγώνι
Φίλιππος (Philip)
editMatthew 10:3
- KJV: Philip and Bartholomew Thomas and Matthew the publican James of Alphaeus and Lebbaeus whose surname was Thaddaeus
- GK: Φίλιππος και Βαρθολομαίος Θωμάς και Ματθαίος ο τελώνης Ιάκωβος ο του Αλφαίου και Λεββαίος ο επικληθείς Θαδδαίος
Matthew 14:3
- KJV: For Herod had laid hold on John and bound him and put in prison for Herodias’ sake his brother Philip’s wife
- GK: ο γαρ Ηρώδης κρατήσας τον Ιωάννην έδησεν αυτόν και έθετο εν φυλακή διά Ηρωδιάδα την γυναίκα Φιλίππου του αδελφού αυτού
Matthew 16:13
- KJV: When Jesus came into the coasts of Caesarea Philippi he asked his disciples saying Whom do men say that I the Son of man am
- GK: ελθών δε ο Ιησούς εις τα μέρη Καισαρείας της Φιλίππου ηρώτα τους μαθητάς αυτού λέγων τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου
Mark 3:18
- KJV: And Andrew and Philip and Bartholomew and Matthew and Thomas and James the of Alphaeus and Thaddaeus and Simon the Canaanite
- GK: και Ανδρέαν και Φίλιππον και Βαρθολομαίον και Ματθαίον και Θωμάν και Ιάκωβον τον του Αλφαίου και Θαδδαίον και Σίμωνα τον Κανανίτην
Mark 6:17
- KJV: For Herod himself had sent forth and laid hold upon John and bound him in prison for Herodias’ sake his brother Philip’s wife for he had married her
- GK: αυτός γαρ ο Ηρώδης αποστείλας εκράτησε τον Ιωάννην και έδησεν αυτόν εν τη φυλακή διά Ηρωδιάδα την γυναίκα Φιλίππου του αδελφού αυτού ότι αυτήν εγάμησεν
Mark 8:27
- KJV: And Jesus went out and his disciples into the towns of Cæsarea Philippi and by the way he asked his disciples saying unto them Whom do men say that I am
- GK: και εξήλθεν ο Ιησούς και οι μαθηταί αυτού εις τας κώμας Καισαρείας της Φιλίππου και εν τη οδώ επηρώτα τους μαθητάς αυτού λέγων αυτοίς τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι
Luke 3:1
- KJV: Now in the fifteenth year of the reign of Tiberius Cæsar Pontius Pilate being governor of Judæa and Herod being tetrarch of Galilee and his brother Philip tetrarch of Ituraea and of the region of Trachonitis and Lysanias the tetrarch of Abilene
- GK: εν έτει δε πεντεκαιδεκάτω της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος ηγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου της Ιουδαίας και τετραρχούντος της Γαλιλαίας Ηρώδου Φιλίππου δε του αδελφού αυτού τετραρχούντος της Ιτουραίας και Τραχωνίτιδος χώρας και Λυσανίου της Αβιληνής τετραρχούντος
Luke 3:19
- KJV: But Herod the tetrarch being reproved by him for Herodias his brother Philip’s wife and for all the evils which Herod had done
- GK: ο δε Ηρώδης ο τετράρχης ελεγχόμενος υπ΄ αυτού περί Ηρωδιάδος της γυναικός του αδελφού αυτού Φιλιππου και περί πάντων ων εποίησε πονηρών ο Ηρώδης
Luke 6:14
- KJV: Simon whom he also named Peter and Andrew his brother James and John Philip and Bartholomew
- GK: Σίμωνα ον και ωνόμασεν Πέτρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού Ιάκωβον και Ιωάννην Φίλιππον και Βαρθολομαίον
φιλόθεος (lover of God)
edit2 Timothy 3:4
- KJV: Traitors heady highminded lovers of pleasures more than lovers of God
- GK: προδόται προπετείς τετυφωμένοι φιλήδονοι μάλλον η φιλόθεοι
Φιλόλογος (Philologus)
editRomans 16:15
- KJV: Salute Philologus and Julia Nereus and his sister and Olympas and all the saints which are with them
- GK: ασπάσασθε Φιλολόγον και Ιουλίαν Νηρέαν και την αδελφήν αυτού και Ολυμπάν και τους συν αυτοίς πάντας αγίους
φιλονεικία (strife)
editLuke 22:24
- KJV: And there was also a strife among them which of them should be accounted the greatest
- GK: εγένετο δε και φιλονεικία εν αυτοίς το τις αυτών δοκεί είναι μείζων
φιλόνεικος (contentious)
edit1 Corinthians 11:16
- KJV: But if any man seem to be contentious we have no such custom neither the churches of God
- GK: ει δε τις δοκεί φιλόνεικος είναι ημείς τοιαύτην συνήθειαν ουκ έχομεν ουδέ αι εκκλησίαι του θεού
φιλοξενία (entertain stranger)
editRomans 12:13
- KJV: Distributing to the necessity of saints given to hospitality
- GK: ταις χρείαις των αγίων κοινωνούντες την φιλοξενίαν διώκοντες
Hebrews 13:2
- KJV: Be not forgetful to entertain strangers for there by some have entertained angels unawares
- GK: της φιλοξενίας μη επιλανθάνεσθε διά ταύτης γαρ έλαθόν ξενίσαντες αγγέλους
φιλόξενος (given to (lover of)
edit1 Timothy 3:2
- KJV: A bishop then must be blameless the husband of one wife vigilant sober of good behaviour given to hospitality apt to teach
- GK: δει ούν τον επίσκοπον ανεπίληπτον είναι μιάς γυναικός άνδρα νηφάλιον σώφρονα κόσμιον φιλόξενον διδακτικόν
Titus 1:8
- KJV: But a lover of hospitality a lover of good men sober just holy temperate
- GK: αλλά φιλόξενον φιλάγαθον σώφρονα δίκαιον όσιον εγκρατή
1 Peter 4:9
- KJV: Use hospitality one to another without grudging
- GK: φιλόξενοι εις αλλήλους άνευ γογγυσμών
φιλοπρωτεύω (love to have the preeminence)
edit3 John 1:9
- KJV: I wrote unto the church but Diotrephes who loveth to have the preeminence among them receiveth us not
- GK: έγραψα τη εκκλησία αλλ΄ ο φιλοπρώτευων αυτών Διοτρεφής ουκ επιδέχεται ημάς
φίλος (friend)
editMatthew 11:19
- KJV: The Son of man came eating and drinking and they say Behold a man gluttonous and a winebibber a friend of publicans and sinners But wisdom is justified of her children
- GK: ήλθεν ο υιός του ανθρώπου εσθίων και πίνων και λέγουσιν ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης τελωνών φίλος και αμαρτωλών και εδικαιώθη η σοφία από των τέκνων αυτής
Luke 7:6
- KJV: Then Jesus went with them And when he was now not far from the house the centurion sent friends to him saying unto him Lord trouble not thyself for I am not worthy that thou shouldest enter under my roof
- GK: ο δε Ιησούς επορεύετο συν αυτοίς ήδη δε αυτού ου μακράν απέχοντος από της οικίας έπεμψε προς αυτόν ο εκατόνταρχος φίλους λέγων αυτώ κύριε μη σκύλλου ου γαρ ειμι ικανός ίνα υπό την στέγην μου εισέλθης
Luke 7:34
- KJV: The Son of man is come eating and drinking and ye say Behold a gluttonous man and a winebibber a friend of publicans and sinners
- GK: ελήλυθεν ο υιός του ανθρώπου εσθίων και πίνων και λέγετε ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης φίλος τελωνών και αμαρτωλών
Luke 11:5
- KJV: And he said unto them Which of you shall have a friend and shall go unto him at midnight and say unto him Friend lend me three loaves
- GK: και είπεν προς αυτούς τις εξ υμών έξει φίλον και πορεύσεται προς αυτόν μεσονυκτίου και είπη αυτώ φίλε χρήσόν μοι τρείς άρτους
Luke 11:6
- KJV: For a friend of mine in his journey is come to me and I have nothing to set before him
- GK: επειδή φίλος μου παρεγένετο εξ οδού προς με και ουκ έχω ο παραθήσω αυτώ
Luke 11:8
- KJV: I say unto you Though he will not rise and give him because he is his friend yet because of his importunity he will rise and give him as many as he needeth
- GK: λέγω υμίν ει ου δώσει αυτώ αναστάς διά το είναι αυτού φίλον διά γε την αναίδειαν αυτού εγερθείς δώσει αυτώ όσων χρήζει
Luke 12:4
- KJV: And I say unto you my friends Be not afraid of them that kill the body and after that have no more that they can do
- GK: λέγω δε υμίν τοις φίλοις μου μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα και μετά ταύτα μη εχόντων περισσότερόν τι ποιήσαι
Luke 14:10
- KJV: But when thou art bidden go and sit down in the lowest room that when he that bade thee cometh he may say unto thee Friend go up higher then shalt thou have worship in the presence of them that sit at meat with thee
- GK: αλλ΄ οταν κληθής πορευθείς ανάπεσε εις τον έσχατον τόπον ίνα όταν έλθη ο κεκληκώς σε είπη σοι φίλε προσανάβηθι ανώτερον τότε έσται σοι δόξα ενώπιον των συνανακειμένων σοι
Luke 14:12
- KJV: Then said he also to him that bade him When thou makest a dinner or a supper call not thy friends nor thy brethren neither thy kinsmen nor rich neighbours lest they also bid thee again and a recompence be made thee
- GK: έλεγε και τω κεκληκότι αυτόν όταν ποιής άριστον η δείπνον μη φώνει τους φίλους σου μηδέ τους αδελφούς σου μηδέ τους συγγενείς σου μηδέ γείτονας πλουσίους μήποτε και αυτοί σε αντικαλέσωσι και γένηταί σοι ανταπόδομα
φιλοσοφία (philosophy)
editColossians 2:8
- KJV: Beware lest any man spoil you through philosophy and vain deceit after the tradition of men after the rudiments of the world and not after Christ
- GK: βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών διά της φιλοσοφίας και κενής απάτης κατά την παράδοσιν των ανθρώπων κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά χριστόν
φιλόσοφος (philosopher)
editActs 17:18
- KJV: Then certain philosophers of the Epicureans and of the Stoicks encountered him And some said What will this babbler say other some He seemeth to be a setter forth of strange gods because he preached unto them Jesus and the resurrection
- GK: τινές δε των Επικουρείων και των Στωϊκων φιλοσόφων συνέβαλλον αυτώ και τινες έλεγον τι αν θέλοι ο σπερμολόγος ούτος λέγειν οι δε ξένων δαιμονίων δοκεί καταγγελεύς είναι ότι τον Ιησούν και την ανάστασιν αυτοίς ευηγγελίζετο
φιλόστοργος (kindly affectioned)
editRomans 12:10
- KJV: kindly affectioned one to another with brotherly love in honour preferring one another
- GK: τη φιλαδελφία εις αλλήλους φιλόστοργοι τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι
φιλότεκνος (love their children)
editTitus 2:4
- KJV: That they may teach the young women to be sober to love their husbands to love their children
- GK: ίνα σωφρονίζωσι τας νέας φιλάνδρους είναι φιλοτέκνους
φιλοτιμέομαι (labour)
editRomans 15:20
- KJV: Yea so have I strived to preach the gospel not where Christ was named lest I should build upon another man’s foundation
- GK: ούτω δε φιλοτιμούμενον ευαγγελίζεσθαι ουχ όπου ωνομάσθη χριστός ίνα μη επ΄ αλλότριον θεμέλιον οικοδομώ
2 Corinthians 5:9
- KJV: Wherefore we labour that whether present or absent we may be accepted of him
- GK: διό και φιλοτιμούμεθα είτε ενδημούντες είτε εκδημούντες ευάρεστοι αυτώ είναι
1 Thessalonians 4:11
- KJV: And that ye study to be quiet and to do business and to work with your own hands as we commanded you
- GK: και φιλοτιμείσθαι ησυχάζειν και πράσσειν τα ίδια και εργάζεσθαι ταις ιδίαις χερσίν υμών καθώς υμίν παρηγγείλαμεν
φιλοφρόνωσ (courteously)
editActs 28:7
- KJV: In the same quarters were possessions of the chief man of the island name was Publius who received us and lodged us three days courteously
- GK: εν δε τοις περί τον τόπον εκείνον υπήρχε χωρία τω πρώτω της νήσου ονόματι Ποπλίω ος αναδεξάμενος ημάς τρείς ημέρας φιλοφρόνως εξένισεν
φιλόφρων (courteous)
edit1 Peter 3:8
- KJV: Finally all of one mind having compassion one of another love as brethren pitiful courteous
- GK: το δε τέλος πάντες ομόφρονες συμπαθείς φιλάδελφοι εύσπλαγχνοι φιλόφρονες
φιμόω (muzzle)
editMatthew 22:12
- KJV: And he saith unto him Friend how camest thou in hither not having a wedding garment And he was speechless
- GK: και λέγει αυτώ εταίρε πως εισήλθες ώδε μη έχων ένδυμα γάμου ο δε εφιμώθη
Matthew 22:34
- KJV: But when the Pharisees had heard that he had put the Sadducees to silence they were gathered together
- GK: οι δε Φαρισαίοι ακούσαντες ότι εφίμωσε τους Σαδδουκαίους συνήχθησαν επί το αυτό
Mark 1:25
- KJV: And Jesus rebuked him saying Hold thy peace and come out of him
- GK: και επετίμησεν αυτώ ο Ιησούς λέγων φιμώθητι και έξελθε εξ αυτού
Mark 4:39
- KJV: And he arose and rebuked the wind and said unto the sea Peace be still And the wind ceased and there was a great calm
- GK: και διεγερθείς επετίμησεν τω ανέμω και είπε τη θαλάσση σιώπα πεφίμωσο και εκόπασεν ο άνεμος και εγένετο γαλήνη μεγάλη
Luke 4:35
- KJV: And Jesus rebuked him saying Hold thy peace and come out of him And when the devil had thrown him in the midst he came out of him and hurt him not
- GK: και επετίμησεν αυτώ ο Ιησούς λέγων φιμώθητι και έξελθε εξ αυτού και ρίψαν αυτόν το δαιμόνιον εις μέσον εξήλθεν απ΄ αυτού μηδέν βλάψαν αυτόν
1 Corinthians 9:9
- KJV: For it is written in the law of Moses Thou shalt not muzzle the mouth of the ox that treadeth out the corn Doth God take care for oxen
- GK: εν γαρ τω Μωσέως νόμω γέγραπται ου φιμώσεις βούν αλοώντα μη των βοών μέλει τω θεώ
1 Timothy 5:18
- KJV: For the scripture saith Thou shalt not muzzle the ox that treadeth out the corn And The labourer worthy of his reward
- GK: λέγει γαρ η γραφή βουν αλοώντα ου φιμώσεις και άξιος ο εργάτης του μισθού αυτού
1 Peter 2:15
- KJV: For so is the will of God that with well doing ye may put to silence the ignorance of foolish men
- GK: ότι ούτως εστί το θέλημα του θεού αγαθοποιούντας φιμούν την των αφρόνων ανθρώπων αγνωσίαν
Φλέγων (Phlegon)
editRomans 16:14
- KJV: Salute Asyncritus Phlegon Hermas Patrobas Hermes and the brethren which are with them
- GK: ασπάσασθε Ασύγκριτον Φλέγοντα Ερμάν Πατρόβαν Ερμήν και τους συν αυτοίς αδελφούς
φλογίζω (set on fire)
editJames 3:6
- KJV: And the tongue a fire a world of iniquity so is the tongue among our members that it defileth the whole body and setteth on fire the course of nature and it is set on fire of hell
- GK: και η γλώσσα πυρ ο κόσμος της αδικίας ούτως η γλώσσα καθίσταται εν τοις μέλεσιν υμών η σπιλούσα όλον το σώμα και φλογίζουσα τον τροχόν της γενέσεως και φλογίζομενη υπό της γεέννης
φλόξ (flame(-ing))
editLuke 16:24
- KJV: And he cried and said Father Abraham have mercy on me and send Lazarus that he may dip the tip of his finger in water and cool my tongue for I am tormented in this flame
- GK: και αυτός φωνήσας είπε πάτερ Αβραάμ ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύχη την γλώσσάν μου ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη
Acts 7:30
- KJV: And when forty years were expired there appeared to him in the wilderness of mount Sina an angel of the Lord in a flame of fire in a bush
- GK: και πληρωθέντων ετών τεσσαράκοντα ώφθη αυτώ εν τη ερήμω του όρους Σινά άγγελος κυρίου εν φλογί πυρός βάτου
2 Thessalonians 1:8
- KJV: In flaming fire taking vengeance on them that know not God and that obey not the gospel of our Lord Jesus Christ
- GK: εν πυρί φλογός διδόντος εκδίκησιν τοις μη ειδόσι θεόν και τοις μη υπακούουσι τω ευαγγελίω του κυρίου ημών Ιησού χριστού
Hebrews 1:7
- KJV: And of the angels he saith Who maketh his angels spirits and his ministers a flame of fire
- GK: και προς μεν τους αγγέλους λέγει ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα
Revelation 1:14
- KJV: His head and hairs white like wool as white as snow and his eyes as a flame of fire
- GK: η δε κεφαλή αυτού και αι τρίχες λευκαί ωσεί έριον λευκόν ως χιών και οι οφθαλμοί αυτού ως φλοξ πυρός
Revelation 2:18
- KJV: And unto the angel of the church in Thyatira write These things saith the Son of God who hath his eyes like unto a flame of fire and his feet like fine brass
- GK: και τω αγγέλω της εν Θυατείροις εκκλησίας γράψον τάδε λέγει ο υιός του θεού ο έχων τους οφθαλμούς αυτού ως φλόγα πυρός και οι πόδες αυτού όμοιοι χαλκολιβάνω
Revelation 19:12
- KJV: His eyes as a flame of fire and on his head many crowns and he had a name written that no man knew but he himself
- GK: οι δε οφθαλμοί αυτού φλοξ πυρός και επί την κεφαλήν αυτού διαδήματα πολλά έχων ονόματα γεγραμμένα και όνομα γεγραμμένον ο ουδείς οίδεν ει αυτός
φλυαρέω (prate against)
edit3 John 1:10
- KJV: Wherefore if I come I will remember his deeds which he doeth prating against us with malicious words and not content therewith neither doth he himself receive the brethren and forbiddeth them that would and casteth out of the church
- GK: δια τούτο εάν έλθω υπομνήσω αυτού τα έργα α ποιεί λόγοις πονηροίς φλυαρών ημάς και μη αρκούμενος επί τούτοις ούτε αυτός επιδέχεται τους αδελφούς και τους βουλομένους κωλύει και εκ της εκκλησίας εκβάλλει
φλύαρος (tattler)
edit1 Timothy 5:13
- KJV: And withal they learn idle wandering about from house to house and not only idle but tattlers also and busybodies speaking things which they ought not
- GK: άμα δε και αργαί μανθάνουσι περιερχόμεναι τας οικιάς ου μόνον δε αργαί αλλά και φλύαροι και περίεργοι λαλούσαι τα μη δέοντα
φοβερός (fearful)
editHebrews 10:27
- KJV: But a certain fearful looking for of judgment and fiery indignation which shall devour the adversaries
- GK: φοβερά δε τις εκδοχή κρίσεως και πυρός ζήλος εσθίειν μέλλοντος τους υπεναντίους
Hebrews 10:31
- KJV: a fearful thing to fall into the hands of the living God
- GK: φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας θεού ζώντος
Hebrews 12:21
- KJV: And so terrible was the sight Moses said I exceedingly fear and quake
- GK: και ούτω φοβερόν ην το φανταζόμενον Μωϋσης είπεν έκφοβός ειμι και έντρομος
φοβέω (be (+ sore) afraid)
editMatthew 1:20
- KJV: But while he thought on these things behold the angel of the Lord appeared unto him in a dream saying Joseph thou son of David fear not to take unto thee Mary thy wife for that which is conceived in her is of the Holy Ghost
- GK: ταύτα δε αυτού ενθυμηθέντος ιδού άγγελος κυρίου κατ΄ όναρ εφάνη αυτώ λέγων Ιωσήφ υιός Δαβίδ μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκά σου το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματός εστιν αγίου
Matthew 2:22
- KJV: But when he heard that Archelaus did reign in Judaea in the room of his father Herod he was afraid to go thither notwithstanding being warned of God in a dream he turned aside into the parts of Galilee
- GK: ακούσας δε ότι Αρχέλαος βασιλεύει επί της Ιουδαίας αντί Ηρώδου του πατρός αυτου εφοβήθη εκεί απελθείν χρηματισθείς δε κατ΄ όναρ ανεχώρησεν εις τα μέρη της Γαλιλαίας
Matthew 10:26
- KJV: Fear them not therefore for there is nothing covered that shall not be revealed and hid that shall not be known
- GK: μη ουν φοβηθήτε αυτούς ουδέν γαρ εστι κεκαλυμμένον ο ουκ αποκαλυφθήσεται και κρυπτόν ο ου γνωσθήσεται
Matthew 10:28
- KJV: And fear not them which kill the body but are not able to kill the soul but rather fear him which is able to destroy both soul and body in hell
- GK: και μη φοβείσθε από των αποκτεινόντων το σώμα την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι φοβήθητε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι εν γεέννη
Matthew 10:31
- KJV: Fear ye not therefore ye are of more value than many sparrows
- GK: μη ουν φοβηθήτε πολλών στρουθίων διαφέρετε υμείς
Matthew 14:5
- KJV: And when he would have put him to death he feared the multitude because they counted him as a prophet
- GK: και θέλων αυτόν αποκτείναι εφοβήθη τον όχλον ότι ως προφήτην αυτόν είχον
Matthew 14:27
- KJV: But straightway Jesus spake unto them saying Be of good cheer it is I be not afraid
- GK: ευθέως δε ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων θαρσείτε εγώ ειμι μη φοβείσθε
Matthew 14:30
- KJV: But when he saw the wind boisterous he was afraid and beginning to sink he cried saying Lord save me
- GK: βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων κύριε σώσόν με
Matthew 17:6
- KJV: And when the disciples heard they fell on their face and were sore afraid
- GK: και ακούσαντες οι μαθηταί έπεσον επί πρόσωπον αυτών και εφοβήθησαν σφόδρα
φόβητρον (fearful sight)
editLuke 21:11
- KJV: And great earthquakes shall be in divers places and famines and pestilences and fearful sights and great signs shall there be from heaven
- GK: σεισμοί τε μεγάλοι κατά τόπους και λιμοί και λοιμοί έσονται φόβητρά τε και σημεία απ΄ ουρανού μεγάλα έσται
φόβος (be afraid)
editMatthew 14:26
- KJV: And when the disciples saw him walking on the sea they were troubled saying It is a spirit and they cried out for fear
- GK: και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστι και από του φόβου έκραξαν
Matthew 28:4
- KJV: And for fear of him the keepers did shake and became as dead
- GK: από δε του φόβου αυτού εσείσθησαν οι τηρούντες και εγένοντο ωσεί νεκροί
Matthew 28:8
- KJV: And they departed quickly from the sepulchre with fear and great joy and did run to bring his disciples word
- GK: και εξελθούσαι ταχύ από του μνημείου μετά φόβου και χαράς μεγάλης έδραμον απαγγείλαι τοις μαθηταίς αυτού
Mark 4:41
- KJV: And they feared exceedingly and said one to another What manner is this that even the wind and the sea obey him
- GK: και εφοβήθησαν φόβον μέγαν και έλεγον προς αλλήλους τις άρα ούτός εστιν ότι και ο άνεμος και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ
Luke 1:12
- KJV: And when Zacharias saw he was troubled and fear fell upon him
- GK: και εταράχθη Ζαχαρίας ιδών και φόβος επέπεσεν επ΄ αυτόν
Luke 1:65
- KJV: And fear came on all that dwelt round about them and all these sayings were noised abroad throughout all the hill country of Judæa
- GK: και εγένετο επί πάντας φόβος τους περιοκούντας αυτούς και εν όλη τη ορεινή της Ιουδαίας διελαλείτο πάντα τα ρήματα ταύτα
Luke 2:9
- KJV: And lo the angel of the Lord came upon them and the glory of the Lord shone round about them and they were sore afraid
- GK: και ιδού άγγελος κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα κυρίου περιέλαμψεν αυτούς και εφοβήθησαν φόβον μέγαν
Luke 5:26
- KJV: And they were all amazed and they glorified God and were filled with fear saying We have seen strange things to day
- GK: και έκστασις έλαβεν άπαντας και εδόξαζον τον θεόν και επλήσθησαν φόβου λέγοντες ότι είδομεν παράδοξα σήμερον
Luke 7:16
- KJV: And there came a fear on all and they glorified God saying That a great prophet is risen up among us and That God hath visited his people
- GK: έλαβε δε φόβος πάντας και εδόξαζον τον θεόν λέγοντες ότι προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν και ότι επεσκέψατο ο θεός τον λαόν αυτού
Φοίβη (Phebe)
editRomans 16:1
- KJV: I commend unto you Phebe our sister which is a servant of the church which is at Cenchrea
- GK: συνίστημι δε υμίν Φοίβην την αδελφήν ημών ούσαν διάκονον της εκκλησίας της εν Κεγχρεαίς
Φοινίκη (Phenice)
editActs 11:19
- KJV: Now they which were scattered abroad upon the persecution that arose about Stephen travelled as far as Phenice and Cyprus and Antioch preaching the word to none but unto the Jews only
- GK: οι μεν ούν διασπαρέντες από της θλίψεως της γενομένης επί Στεφάνω διήλθον έως Φοινίκης και Κύπρου και Αντιοχείας μηδενί λαλούντες τον λόγον ει μόνον Ιουδαίοις
Acts 15:3
- KJV: And being brought on their way by the church they passed through Phenice and Samaria declaring the conversion of the Gentiles and they caused great joy unto all the brethren
- GK: οι μεν ουν προπεμφθέντες υπό της εκκλησίας διήρχοντο την Φοινίκην και Σαμάρειαν εκδιηγούμενοι την επιστροφήν των εθνών και εποίουν χαράν μεγάλην πάσι τοις αδελφοίς
Acts 21:2
- KJV: And finding a ship sailing over unto Phenicia we went aboard and set forth
- GK: και ευρόντες πλοίον διαπερών εις Φοινίκην επιβάντες ανήχθημεν
φοῖνιξ (palm (tree))
editJohn 12:13
- KJV: Took branches of palm trees and went forth to meet him and cried Hosanna Blessed the King of Israel that cometh in the name of the Lord
- GK: έλαβον τα βαϊα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ και έκραζον ωσαννά ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι κυρίου ο βασιλεύς του Ισραήλ
Revelation 7:9
- KJV: After this I beheld and lo a great multitude which no man could number of all nations and kindreds and people and tongues stood before the throne and before the Lamb clothed with white robes and palms in their hands
- GK: μετά ταύτα είδον και ιδού όχλος πολύς ον αριθμήσαι ουδείς εδυνατο εκ παντός έθνους και φυλών και λαών και γλωσσών εστώτας ενώπιον του θρόνου και ενώπιον του αρνίου περιβεβλημένοι στολάς λευκάς και φοίνικες εν ταις χερσίν αυτών
Φοῖνιξ (Phenice)
editActs 27:12
- KJV: And because the haven was not commodious to winter in the more part advised to depart thence also if by any means they might attain to Phenice to winter an haven of Crete and lieth toward the south west and north west
- GK: ανευθέτου δε του λιμένος υπάρχοντος προς παραχειμασίαν οι πλείους έθεντο βουλήν αναχθήναι κακείθεν ει δύναιντο καταντήσαντες εις Φοίνικα παραχειμάσαι λιμένα της Κρήτης βλέποντα κατά λίβα και κατά χώρον
φονεύς (murderer)
editMatthew 22:7
- KJV: But when the king heard he was wroth and he sent forth his armies and destroyed those murderers and burned up their city
- GK: και ακούσας ο βασιλεύς εκείνος ωργίσθη και πέμψας τα στρατεύματα απώλεσεν τους φονείς εκείνους και την πόλιν αυτών ενέπρησε
Acts 3:14
- KJV: But ye denied the Holy One and the Just and desired a murderer to be granted unto you
- GK: υμείς δε τον άγιον και δίκαιον ηρνήσασθε και ητήσασθε άνδρα φονέα χαρισθήναι υμίν
Acts 7:52
- KJV: Which of the prophets have not your fathers persecuted and they have slain them which shewed before of the coming of the Just One of whom ye have been now the betrayers and murderers
- GK: τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της ελεύσεως του δικαίου ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε
Acts 28:4
- KJV: And when the barbarians saw the beast hang on his hand they said among themselves No doubt this man is a murderer whom though he hath escaped the sea yet vengeance suffereth not to live
- GK: ως δε είδον οι βάρβαροι κρεμάμενον το θηρίον εκ της χειρός αυτού έλεγον προς αλλήλους πάντως φονεύς εστιν ο άνθρωπος ούτος ον διασωθέντα εκ της θαλάσσης η δίκη ζην ουκ είασεν
1 Peter 4:15
- KJV: But let none of you suffer as a murderer or a thief or an evildoer or as a busybody in other men’s matters
- GK: μη γαρ τις υμών πασχέτω ως φονεύς η κλέπτης η κακοποιός η ως αλλοτριοεπίσκοπος
Revelation 21:8
- KJV: But the fearful and unbelieving and the abominable and murderers and whoremongers and sorcerers and idolaters and all liars shall have their part in the lake which burneth with fire and brimstone which is the second death
- GK: τοις δε δειλοίς και απίστοις και αμαρτωλοίς και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη πυρί και θείω ο εστίν ο θάνατος ο δεύτερος
Revelation 22:15
- KJV: For without dogs and sorcerers and whoremongers and murderers and idolaters and whosoever loveth and maketh a lie
- GK: έξω οι κύνες και οι φαρμακοί και οι πόρνοι και οι φονείς και οι ειδωλολάτραι και πας φιλών και ποιών ψεύδος
φονεύω (kill)
editMatthew 5:21
- KJV: Ye have heard that it was said by them of old time Thou shalt not kill and whosoever shall kill shall be in danger of the judgment
- GK: ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις ου φονεύσεις ος δ΄ αν φονεύση ένοχος έσται τη κρίσει
Matthew 19:18
- KJV: He saith unto him Which Jesus said Thou shalt do no murder Thou shalt not commit adultery Thou shalt not steal Thou shalt not bear false witness
- GK: λέγει αυτώ ποίας ο δε Ιησούς είπε το ου φονεύσεις ου μοιχεύσεις ου κλέψεις ου ψευδομαρτυρήσεις
Matthew 23:31
- KJV: Wherefore ye be witnesses unto yourselves that ye are the children of them which killed the prophets
- GK: ώστε μαρτυρείτε εαυτοίς ότι υιοί εστε των φονευσάντων τους προφήτας
Matthew 23:35
- KJV: That upon you may come all the righteous blood shed upon the earth from the blood of righteous Abel unto the blood of Zacharias son of Barachias whom ye slew between the temple and the altar
- GK: όπως έλθη εφ΄ υμάς παν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί της γης απο του αίματος Αβελ του δικαίου έως του αίματος Ζαχαρίου υιού Βαραχίου ον εφονεύσατε μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου
Mark 10:19
- KJV: Thou knowest the commandments Do not commit adultery Do not kill Do not steal Do not bear false witness Defraud not Honour thy father and mother
- GK: τας εντολάς οίδας μη μοιχεύσης μη φονεύσης μη κλέψης μη ψευδομαρτυρήσης μη αποστερήσης τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα
Luke 18:20
- KJV: Thou knowest the commandments Do not commit adultery Do not kill Do not steal Do not bear false witness Honour thy father and thy mother
- GK: τας εντολάς οίδας μη μοιχεύσης μη φονεύσης μη κλέψης μη ψευδομαρτυρήσης τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου
Romans 13:9
- KJV: For this Thou shalt not commit adultery Thou shalt not kill Thou shalt not steal Thou shalt not bear false witness Thou shalt not covet and if any other commandment it is briefly comprehended in this saying namely Thou shalt love thy neighbour as thyself
- GK: το γαρ ου μοιχεύσεις ου φονεύσεις ου κλέψεις ουκ επιθυμήσεις και ει ετέρα εντολή εν τούτω τω λόγω ανακεφαλαιούται εν τω αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν
James 2:11
- KJV: For he that said Do not commit adultery said also Do not kill Now if thou commit no adultery yet if thou kill thou art become a transgressor of the law
- GK: ο γαρ ειπών μη μοιχεύσης είπε και μη φονεύσης ει δε ου μοιχεύσεις φονεύσεις δε γέγονας παραβάτης νόμου
James 4:2
- KJV: Ye lust and have not ye kill and desire to have and cannot obtain ye fight and war yet ye have not because ye ask not
- GK: επιθυμείτε και ουκ έχετε φονεύετε και ζηλούτε και ου δύνασθε επιτυχείν μάχεσθε και πολεμείτε ουκ έχετε διά το μη αιτείσθαι υμάς
φόνος (murder)
editMatthew 15:19
- KJV: For out of the heart proceed evil thoughts murders adulteries fornications thefts false witness blasphemies
- GK: εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί φόνοι μοιχείαι πορνείαι κλοπαί ψευδομαρτυρίαι βλασφημίαι
Mark 7:21
- KJV: For from within out of the heart of men proceed evil thoughts adulteries fornications murders
- GK: έσωθεν γαρ εκ της καρδίας των ανθρώπων οι διαλογισμοί οι κακοί εκπορεύονται μοιχείαι πορνείαι φόνοι
Mark 15:7
- KJV: And there was named Barabbas bound with them that had made insurrection with him who had committed murder in the insurrection
- GK: ην δε ο λεγόμενος Βαραββάς μετά των συστασιαστών δεδεμένος οίτινες εν τη στάσει φόνον πεποιήκεισαν
Luke 23:19
- KJV: Who for a certain sedition made in the city and for murder was cast into prison
- GK: όστις ην διά στάσιν τινά γενομένην εν τη πόλει και φόνον βεβλημένος εις φυλακήν
Luke 23:25
- KJV: And he released unto them him that for sedition and murder was cast into prison whom they had desired but he delivered Jesus to their will
- GK: απέλυσε δε αυτοίς τον διά στάσιν και φόνον βεβλημένον εις την φυλακήν ον ητούντο τον δε Ιησούν παρέδωκε τω θελήματι αυτών
Acts 9:1
- KJV: And Saul yet breathing out threatenings and slaughter against the disciples of the Lord went unto the high priest
- GK: ο δε Σαύλος έτι εμπνέων απειλής και φόνου εις τους μαθητάς του κυρίου προσελθών τω αρχιερεί
Romans 1:29
- KJV: Being filled with all unrighteousness fornication wickedness covetousness maliciousness full of envy murder debate deceit malignity whisperers
- GK: πεπληρωμένους πάση αδικία πορνεία πονηρία πλεονεξία κακία μεστούς φθόνου φόνου έριδος δόλου κακοηθείας ψιθυριστάς
Galatians 5:21
- KJV: Envyings murders drunkenness revellings and such like of the which I tell you before as I have also told that they which do such things shall not inherit the kingdom of God
- GK: φθόνοι φόνοι μέθαι κώμοι και τα όμοια τούτοις α προλέγω υμίν καθώς και προείπον ότι οι τα τοιαύτα πράσσοντες βασιλείαν θεού ου κληρονομήσουσιν
Hebrews 11:37
- KJV: They were stoned they were sawn asunder were tempted were slain with the sword they wandered about in sheepskins and goat skins being destitute afflicted tormented
- GK: ελιθάσθησαν επρίσθησαν επειράσθησαν εν φόνω μαχαίρας απέθανον περιήλθον εν μηλωταίς εν αιγείοις δέρμασιν υστερούμενοι θλιβόμενοι κακουχούμενοι
φορέω (bear)
editMatthew 11:8
- KJV: But what went ye out for to see A man clothed in soft raiment behold they that wear soft are in kings’ houses
- GK: αλλά τι εξήλθετε ιδείν άνθρωπον εν μαλακοίς ιματίοις ημφιεσμένον ιδού οι τα μαλακά φορούντες εν τοις οίκοις των βασιλείων εισίν
John 19:5
- KJV: Then came Jesus forth wearing the crown of thorns and the purple robe And saith unto them Behold the man
- GK: εξήλθεν ουν ο Ιησούς έξω φορών τον ακάνθινον στέφανον και το πορφυρούν ιμάτιον και λέγει αυτοίς ίδε ο άνθρωπος
Romans 13:4
- KJV: For he is the minister of God thee for good But if thou do that which is evil be afraid for he beareth not the sword in vain for he is the minister of God a revenger to wrath upon him that doeth evil
- GK: θεού γαρ διάκονός εστί σοι εις το αγαθόν εάν δε το κακόν ποιής φοβού ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί θεού γαρ διάκονός εστίν εκδίκος εις οργήν τω το κακόν πράσσοντι
1 Corinthians 15:49
- KJV: And as we have borne the image of the earthy we shall also bear the image of the heavenly
- GK: και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού φορεσόμεν και την εικόνα του επουρανίου
James 2:3
- KJV: And ye have respect to him that weareth the gay clothing and say unto him Sit thou here in a good place and say to the poor Stand thou there or sit here under my footstool
- GK: και επιβλέψητε επί τον φορούντα την εσθήτα την λαμπράν και είπητε αυτώ συ κάθου ώδε καλώς και τω πτωχώ είπητε συ στήθι εκεί η κάθου ώδε υπό του υποπόδιόν
Φόρον (forum)
editActs 28:15
- KJV: And from thence when the brethren heard of us they came to meet us as far as Appii forum and The three taverns whom when Paul saw he thanked God and took courage
- GK: κακείθεν οι αδελφοί ακούσαντες τα περί ημών εξήλθον εις απάντησιν ημίν άχρις Αππίου και Τριών Ταβερνών ους ιδών ο Παύλος ευχαριστήσας τω θεώ έλαβε θάρσος
φόρος (tribute)
editLuke 20:22
- KJV: Is it lawful for us to give tribute unto Cæsar or no
- GK: έξεστιν ημίν Καίσαρι φόρον δούναι η ου
Luke 23:2
- KJV: And they began to accuse him saying We found this perverting the nation and forbidding to give tribute to Cæsar saying that he himself is Christ a King
- GK: ήρξαντο δε κατηγορείν αυτού λέγοντες τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι λέγοντα εαυτόν Χριστόν βασιλέα είναι
Romans 13:6
- KJV: For for this cause pay ye tribute also for they are God’s ministers attending continually upon this very thing
- GK: διά τούτο γαρ και φόρους τελείτε λειτουργοί γαρ θεού εισιν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες
Romans 13:7
φορτίζω (lade)
editMatthew 11:28
- KJV: Come unto me all that labour and are heavy laden and I will give you rest
- GK: δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς
Luke 11:46
- KJV: And he said Woe unto you also lawyers for ye lade men with burdens grievous to be borne and ye yourselves touch not the burdens with one of your fingers
- GK: ο δε είπε και υμίν τοις νομικοίς ουαί ότι φορτίζετε τους ανθρώπους φορτία δυσβάστακτα και αυτοί ενί των δακτύλων υμών ου προσψαύετε τοις φορτίοις
φορτίον (burden)
editMatthew 11:30
- KJV: For my yoke easy and my burden is light
- GK: ο γαρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστιν
Matthew 23:4
- KJV: For they bind heavy burdens and grievous to be borne and lay on men’s shoulders but they themselves will not move them with one of their fingers
- GK: δεσμεύουσι γαρ φορτία βαρέα και δυσβάστακτα και επιτιθέασιν επί τους ώμους των ανθρώπων τω δε δακτύλω αυτών ου θέλουσι κινήσαι αυτά
Luke 11:46
- KJV: And he said Woe unto you also lawyers for ye lade men with burdens grievous to be borne and ye yourselves touch not the burdens with one of your fingers
- GK: ο δε είπε και υμίν τοις νομικοίς ουαί ότι φορτίζετε τους ανθρώπους φορτία δυσβάστακτα και αυτοί ενί των δακτύλων υμών ου προσψαύετε τοις φορτίοις
Galatians 6:5
- KJV: For every man shall bear his own burden
- GK: έκαστος γαρ το ίδιον φορτίον βαστάσει
φόρτος (lading)
editActs 27:10
- KJV: And said unto them Sirs I perceive that this voyage will be with hurt much damage not only of the lading and ship but also of our lives
- GK: λέγων αυτοίς άνδρες θεωρώ ότι μετά ύβρεως και πολλής ζημίας ου μόνον του φορτίου και του πλοίου αλλά και των ψυχών ημών μέλλειν έσεσθαι τον πλουν
Φορτουνάτος (Fortunatus)
edit1 Corinthians 16:17
- KJV: I am glad of the coming of Stephanas and Fortunatus and Achaicus for that which was lacking on your part they have supplied
- GK: χαίρω δε επί τη παρουσία Στεφανά και Φουρτουνάτου και Αχαϊκου ότι το υμών υστέρημα ούτοι ανεπλήρωσαν
φραγέλλιον (scourge)
editJohn 2:15
- KJV: And when he had made a scourge of small cords he drove them all out of the temple and the sheep and the oxen and poured out the changers’ money and overthrew the tables
- GK: και ποιήσας φραγέλλιον εκ σχοινίων πάντας εξέβαλεν εκ του ιερού τα τε πρόβατα και τους βόας και των κολλυβιστών εξέχεε το κέρμα και τας τραπέζας ανέστρεψε
φραγελλόω (scourge)
editMatthew 27:26
- KJV: Then released he Barabbas unto them and when he had scourged Jesus he delivered to be crucified
- GK: τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαραββάν τον δε Ιησούν φραγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή
Mark 15:15
- KJV: And Pilate willing to content the people released Barabbas unto them and delivered Jesus when he had scourged to be crucified
- GK: ο δε Πιλάτος βουλόμενος τω όχλω το ικανόν ποιήσαι απέλυσεν αυτοίς τον Βαραββάν και παρέδωκε τον Ιησούν φραγελλώσας ίνα σταυρωθή
φραγμός (hedge (+ round about))
editMatthew 21:33
- KJV: Hear another parable There was a certain householder which planted a vineyard and hedged it round about and digged a winepress in it and built a tower and let it out to husbandmen and went into a far country
- GK: άλλην παραβολήν ακούσατε άνθρωπός τις ην οικοδεσπότης όστις εφύτευσεν αμπελώνα και φραγμόν αυτώ περιέθηκε και ώρυξεν εν αυτώ ληνόν και ωκοδόμησε πύργον και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησεν
Mark 12:1
- KJV: And he began to speak unto them by parables man planted a vineyard and set an hedge about and digged the winefat and built a tower and let it out to husbandmen and went into a far country
- GK: και ήρξατο αυτοίς εν παραβολαίς λέγειν αμπελώνα εφύτευσεν άνθρωπος και περιέθηκε φραγμόν και ώρυξεν υπολήνιον και ωκοδόμησε πύργον και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησεν
Luke 14:23
- KJV: And the lord said unto the servant Go out into the highways and hedges and compel to come in that my house may be filled
- GK: και είπεν ο κύριος προς τον δούλον έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν ίνα γεμισθή ο οίκός μου
Ephesians 2:14
- KJV: For he is our peace who hath made both one and hath broken down the middle wall of partition
- GK: αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας
φράζω (declare)
editMatthew 13:36
- KJV: Then Jesus sent the multitude away and went into the house and his disciples came unto him saying Declare unto us the parable of the tares of the field
- GK: τότε αφείς τους όχλους ήλθεν εις την οικίαν ο Ιησούς και προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού λέγοντες φράσον ημίν την παραβολήν των ζιζανίων του αγρού
Matthew 15:15
- KJV: Then answered Peter and said unto him Declare unto us this parable
- GK: αποκριθείς δε ο Πέτρος είπεν αυτώ φράσον ημίν την παραβολήν ταύτην
φράσσω (stop)
editRomans 3:19
- KJV: Now we know that what things soever the law saith it saith to them who are under the law that every mouth may be stopped and all the world may become guilty before God
- GK: οίδαμεν δε ότι όσα ο νόμος λέγει τοις εν τω νόμω λαλεί ίνα παν στόμα φραγή και υπόδικος γένηται πας ο κόσμος τω θεώ
2 Corinthians 11:10
- KJV: As the truth of Christ is in me no man shall stop me of this boasting in the regions of Achaia
- GK: έστιν αλήθεια χριστού εν εμοί ότι η καύχησις αύτη ου φραγήσεται εις εμέ εν τοις κλίμασι της Αχαϊας
Hebrews 11:33
- KJV: Who through faith subdued kingdoms wrought righteousness obtained promises stopped the mouths of lions
- GK: οι διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας ειργάσαντο δικαιοσύνην επέτυχον επαγγελιών έφραξαν στόματα λεόντων
φρέαρ (well)
editLuke 14:5
- KJV: And answered them saying Which of you shall have an ass or an ox fallen into a pit and will not straightway pull him out on the sabbath day
- GK: και αποκριθείς προς αυτούς είπε τίνος υμών όνος η βους εις φρέαρ εμπεσείται και ουκ ευθέως ανασπάσει αυτόν εν τη ημέρα του σάββατου
John 4:11
- KJV: The woman saith unto him Sir thou hast nothing to draw with and the well is deep from whence then hast thou that living water
- GK: λέγει αυτώ η γυνή κύριε ούτε άντλημα έχεις και το φρέαρ εστί βαθύ πόθεν ούν έχεις το ύδωρ το ζων
John 4:12
- KJV: Art thou greater than our father Jacob which gave us the well and drank thereof himself and his children and his cattle
- GK: μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ ος έδωκεν ημίν το φρέαρ και αυτός εξ αυτού έπιε και οι υιοί αυτού και τα θρέμματα αυτού
Revelation 9:1
- KJV: And the fifth angel sounded and I saw a star fall from heaven unto the earth and to him was given the key of the bottomless pit
- GK: και ο πέμπτος άγγελος εσάλπισε και είδον αστέρα εκ του ουρανού πεπτωκότα εις την γην και εδόθη αυτώ η κλείς του φρέατος της αβύσσου
Revelation 9:2
- KJV: And he opened the bottomless pit and there arose a smoke out of the pit as the smoke of a great furnace and the sun and the air were darkened by reason the smoke of the pit
- GK: και ήνοιξε το φρέαρ της αβύσσου και ανέβη καπνός εκ του φρέατος ως καπνός καμίνου καιομένης και εσκοτίσθη ο ήλιος και ο αήρ εκ του καπνού του φρέατος
φρεναπατάω (deceive)
editGalatians 6:3
- KJV: For if a man think himself to be something when he is nothing he deceiveth himself
- GK: ει γαρ δοκεί τις είναί τι μηδέν ων εαυτόν φρεναπατά
φρεναπάτης (deceiver)
editTitus 1:10
- KJV: For there are many unruly and vain talkers and deceivers specially they of the circumcision
- GK: εισί γαρ πολλοί ανυπότακτοι και ματαιολόγοι και φρεναπάται μάλιστα οι εκ περιτομής
φρήν (understanding)
edit1 Corinthians 14:20
φρίσσω (tremble)
editJames 2:19
- KJV: Thou believest that there is one God thou doest well the devils also believe and tremble
- GK: συ πιστεύεις ότι ο θεός εις εστί καλώς ποιείς και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίσσουσι
φρονέω (set the affection on)
editMatthew 16:23
- KJV: But he turned and said unto Peter Get thee behind me Satan thou art an offence unto me for thou savourest not the things that be of God but those that be of men
- GK: ο δε στραφείς είπε τω Πέτρω ύπαγε οπίσω μου σατανά σκάνδαλόν μου ει ότι ου φρονείς τα του θεού αλλά τα των ανθρώπων
Mark 8:33
- KJV: But when he had turned about and looked on his disciples he rebuked Peter saying Get thee behind me Satan for savourest not the things that be of God but the things that be of men
- GK: ο δε επιστραφείς και ιδών τους μαθητάς αυτού επετίμησεν τω Πέτρω λέγων ύπαγε οπίσω μου σατανά ότι ου φρονείς τα του θεού αλλά τα των ανθρώπων
Acts 28:22
- KJV: But we desire to hear of thee what thou thinkest for as concerning this sect we know that every where it is spoken against
- GK: αξιούμεν δε παρά σου ακούσαι α φρονείς περί μεν γαρ της αιρέσεως ταύτης γνωστόν εστιν ημίν ότι πανταχού αντιλέγεται
Romans 8:5
- KJV: For they that are after the flesh do mind the things of the flesh but they that are after the Spirit the things of the Spirit
- GK: οι γαρ κατά σάρκα όντες τα της σαρκός φρονούσιν οι δε κατά πνεύμα τα του πνεύματος
Romans 12:3
- KJV: For I say through the grace given unto me to every man that is among you not to think more highly than he ought to think but to think soberly according as God hath dealt to every man the measure of faith
- GK: λέγω γαρ διά της χάριτος της δοθείσης μοι παντί τω όντι εν υμίν μη υπερφρονείν παρ΄ ο δει φρονείν αλλά φρονείν εις το σωφρονείν εκάστω ως ο θεός εμέρισε μέτρον πίστεως
Romans 12:16
- KJV: of the same mind one toward another Mind not high things but condescend to men of low estate Be not wise in your own conceits
- GK: το αυτό εις αλλήλους φρονούντες μη τα υψηλά φρονούντες αλλά τοις ταπεινοίς συναπαγόμενοι μη γίνεσθε φρόνιμοι παρ΄ εαυτοίς
Romans 14:6
- KJV: He that regardeth the day regardeth unto the Lord and he that regardeth not the day to the Lord he doth not regard He that eateth eateth to the Lord for he giveth God thanks and he that eateth not to the Lord he eateth not and giveth God thanks
- GK: ο φρονών την ημέραν κυρίω φρονεί και ο μη φρονών την ημέραν κυρίω ου φρονεί ο εσθίων κυρίω εσθίει ευχαριστεί γαρ τω θεώ και ο μη εσθίων κυρίω ουκ εσθίει και ευχαριστεί τω θεώ
Romans 15:5
- KJV: Now the God of patience and consolation grant you to be likeminded one toward another according to Christ Jesus
- GK: ο δε θεός της υπομονής και της παρακλήσεως δώη υμίν το αυτό φρονείν εν αλλήλοις κατά χριστόν Ιησούν
1 Corinthians 4:6
- KJV: And these things brethren I have in a figure transferred to myself and Apollos for your sakes that ye might learn in us not to think above that which is written that no one of you be puffed up for one against another
- GK: ταύτα δε αδελφοί μετεσχημάτισα εις εμαυτόν και Απολλώ δι΄ υμάς ίνα εν ημίν μάθητε το μη υπέρ ο γέγραπται φρονείν ίνα μη εις υπέρ του ενός φυσιούσθε κατά του ετέρου
φρόνημα ((be)
editRomans 8:6
- KJV: For to be carnally minded death but to be spiritually minded life and peace
- GK: το γαρ φρόνημα της σαρκός θάνατος το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρήνη
Romans 8:7
- KJV: Because the carnal mind enmity against God for it is not subject to the law of God neither indeed can be
- GK: διότι το φρόνημα της σαρκός έχθρα εις θεόν τω γαρ νόμω του θεού ουχ υποτάσσεται ουδέ γαρ δύναται
Romans 8:27
- KJV: And he that searcheth the hearts knoweth what the mind of the Spirit because he maketh intercession for the saints according to God
- GK: ο δε ερευνών τας καρδίας οίδε τι το φρόνημα του πνεύματος ότι κατά θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων
φρόνησις (prudence)
editLuke 1:17
- KJV: And he shall go before him in the spirit and power of Elias to turn the hearts of the fathers to the children and the disobedient to the wisdom of the just to make ready a people prepared for the Lord
- GK: και αυτός προελεύσεται ενώπιον αυτού εν πνεύματι και δυνάμει Ηλίου επιστρέψαι καρδίας πατέρων επί τέκνα και απειθείς εν φρονήσει δικαίων ετοιμάσαι κυρίω λαόν κατεσκευασμένον
Ephesians 1:8
- KJV: Wherein he hath abounded toward us in all wisdom and prudence
- GK: ης επερίσσευσεν εις ημάς εν πάση σοφία και φρονήσει
φρόνιμος (wise(-r))
editMatthew 7:24
- KJV: Therefore whosoever heareth these sayings of mine and doeth them I will liken him unto a wise man which built his house upon a rock
- GK: πας ουν όστις ακούει μου τους λόγους τούτους και ποιεί αυτούς ομοιώσω αυτόν ανδρί φρονίμω όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την πέτραν
Matthew 10:16
- KJV: Behold I send you forth as sheep in the midst of wolves be ye therefore wise as serpents and harmless as doves
- GK: ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων γίνεσθε ουν φρόνιμοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι περιστεραί
Matthew 24:45
- KJV: Who then is a faithful and wise servant whom his lord hath made ruler over his household to give them meat in due season
- GK: τις άρα εστίν ο πιστός δούλος και φρόνιμος ον κατέστησεν ο κύριος αυτού επί της θεραπείας αυτού του διδόναι αυτοίς την τροφήν εν καιρώ
Matthew 25:2
- KJV: And five of them were wise and five foolish
- GK: πέντε δε ήσαν εξ αυτών φρόνιμοι και αι πέντε μωραί
Matthew 25:4
- KJV: But the wise took oil in their vessels with their lamps
- GK: αι δε φρόνιμοι έλαβον έλαιον εν τοις αγγείοις αυτών μετά των λαμπάδων αυτών
Matthew 25:8
- KJV: And the foolish said unto the wise Give us of your oil for our lamps are gone out
- GK: αι δε μωραί ταις φρονίμοις είπον δότε ημίν εκ του ελαίου υμών ότι αι λαμπάδες ημών σβέννυνται
Matthew 25:9
- KJV: But the wise answered saying lest there be not enough for us and you but go ye rather to them that sell and buy for yourselves
- GK: απεκρίθησαν δε αι φρόνιμοι λέγουσαι μήποτε ουκ αρκέση ημίν και υμίν πορεύεσθε δε μάλλον προς τους πωλούντας και αγοράσατε εαυταίς
Luke 12:42
- KJV: And the Lord said Who then is that faithful and wise steward whom lord shall make ruler over his household to give portion of meat in due season
- GK: είπε δε ο κύριος τις άρα εστίν ο πιστός οικονόμος και φρόνιμος ον καταστήσει ο κύριος επί της θεραπείας αυτού του διδόναι εν καιρώ το σιτομέτριον
Luke 16:8
- KJV: And the lord commended the unjust steward because he had done wisely for the children of this world are in their generation wiser than the children of light
- GK: και επήνεσεν ο κύριος τον οικονόμον της αδικίας ότι φρονίμως εποίησεν ότι οι υιοί του αιώνος τούτου φρονιμώτεροι υπέρ τους υιούς του φωτός εις την γενεάν την εαυτών εισι
φρονίμωσ (wisely)
editLuke 16:8
- KJV: And the lord commended the unjust steward because he had done wisely for the children of this world are in their generation wiser than the children of light
- GK: και επήνεσεν ο κύριος τον οικονόμον της αδικίας ότι φρονίμως εποίησεν ότι οι υιοί του αιώνος τούτου φρονιμώτεροι υπέρ τους υιούς του φωτός εις την γενεάν την εαυτών εισι
φροντίζω (be careful)
editTitus 3:8
- KJV: a faithful saying and these things I will that thou affirm constantly that they which have believed in God might be careful to maintain good works These things are good and profitable unto men
- GK: πιστός ο λόγος και περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιούσθαι ίνα φροντίζωσι καλών έργων προϊστασθαι οι πεπιστευκότες τω θεώ ταύτά εστι τα καλά και ωφέλιμα τοις ανθρώποις
φρουρέω (keep (with a garrison))
edit2 Corinthians 11:32
- KJV: In Damascus the governor under Aretas the king kept the city of the Damascenes with a garrison desirous to apprehend me
- GK: εν Δαμασκώ ο εθνάρχης Αρέτα του βασιλέως εφρούρει την Δαμασκηνών πόλιν πιάσαι με θέλων
Galatians 3:23
- KJV: But before faith came we were kept under the law shut up unto the faith which should afterwards be revealed
- GK: προ του δε ελθείν την πίστιν υπό νόμον εφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εις την μέλλουσαν πίστιν αποκαλυφθήναι
Philippians 4:7
- KJV: And the peace of God which passeth all understanding shall keep your hearts and minds through Christ Jesus
- GK: και η ειρήνη του θεού η υπερέχουσα πάντα νουν φρουρήσει τας καρδίας υμών και τα νοήματα υμών εν χριστώ Ιησού
1 Peter 1:5
- KJV: Who are kept by the power of God through faith unto salvation ready to be revealed in the last time
- GK: τους εν δυνάμει θεού φρούρουμενους διά πίστεως εις σωτηρίαν ετοίμην αποκαλυφθήναι εν καιρώ εσχάτω
φρυάσσω (rage)
editActs 4:25
- KJV: Who by the mouth of thy servant David hast said Why did the heathen rage and the people imagine vain things
- GK: ο διά στόματος Δαβίδ του παιδός σου ειπών ινατί εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά
φρύγανον (stick)
editActs 28:3
- KJV: And when Paul had gathered a bundle of sticks and laid on the fire there came a viper out of the heat and fastened on his hand
- GK: συστρέψαντος δε του Παύλου φρυγάνων πλήθος και επιθέντος επί την πυράν έχιδνα εκ της θέρμης διεξελθούσα καθήψε της χειρός αυτού
Φρυγία (Phrygia)
editActs 2:10
- KJV: Phrygia and Pamphylia in Egypt and in the parts of Libya about Cyrene and strangers of Rome Jews and proselytes
- GK: Φρυγίαν τε και Παμφυλίαν Αίγυπτον και τα μέρη της Λιβύης της κατά Κυρήνην και οι επιδημούντες Ρωμαίοι Ιουδαίοί τε και προσήλυτοι
Acts 16:6
- KJV: Now when they had gone throughout Phrygia and the region of Galatia and were forbidden of the Holy Ghost to preach the word in Asia
- GK: διελθόντες δε την Φρυγίαν και την Γαλατικήν χώραν κωλυθέντες υπό του αγίου πνεύματος λαλήσαι τον λόγον εν τη Ασία
Acts 18:23
- KJV: And after he had spent some time he departed and went over the country of Galatia and Phrygia in order strengthening all the disciples
- GK: και ποιήσας χρόνον τινά εξήλθε διερχόμενος καθεξής την Γαλατικήν χώραν και Φρυγίαν επιστηρίζων πάντας τους μαθητάς
Φύγελος (Phygellus)
edit2 Timothy 1:15
- KJV: This thou knowest that all they which are in Asia be turned away from me of whom are Phygellus and Hermogenes
- GK: οίδας τούτο ότι απεστράφησάν με πάντες οι εν τη Ασία ων εστί Φύγελλος και Ερμογένης
φυγή (flight)
editMatthew 24:20
- KJV: But pray ye that your flight be not in the winter neither on the sabbath day
- GK: προσεύχεσθε δε ίνα μη γένηται η φυγή υμών χειμώνος μηδέ εν σαββάτω
Mark 13:18
- KJV: And pray ye that your flight be not in the winter
- GK: προσεύχεσθε δε ίνα μη γένηται η φυγή υμών χειμώνος
φυλακή (cage)
editMatthew 5:25
- KJV: Agree with thine adversary quickly whiles thou art in the way with him lest at any time the adversary deliver thee to the judge and the judge deliver thee to the officer and thou be cast into prison
- GK: ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου ταχύ έως ότου ει εν τη οδώ μετ΄ αυτού μήποτέ σε παραδώ ο αντίδικος τω κριτή και ο κριτής σε παραδώ τω υπηρέτη και εις φυλακήν βληθήση
Matthew 14:3
- KJV: For Herod had laid hold on John and bound him and put in prison for Herodias’ sake his brother Philip’s wife
- GK: ο γαρ Ηρώδης κρατήσας τον Ιωάννην έδησεν αυτόν και έθετο εν φυλακή διά Ηρωδιάδα την γυναίκα Φιλίππου του αδελφού αυτού
Matthew 14:10
- KJV: And he sent and beheaded John in the prison
- GK: και πέμψας απεκεφάλισε τον Ιωάννην εν τη φυλακή
Matthew 14:25
- KJV: And in the fourth watch of the night Jesus went unto them walking on the sea
- GK: τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επί της θαλάσσης
Matthew 18:30
- KJV: And he would not but went and cast him into prison till he should pay the debt
- GK: ο δε ουκ ήθελεν αλλά απελθών έβαλεν αυτόν εις φυλακήν εώς ου αποδώ το οφειλόμενον
Matthew 24:43
- KJV: But know this that if the goodman of the house had known in what watch the thief would come he would have watched and would not have suffered his house to be broken up
- GK: εκείνο δε γινώσκετε ότι ει ήδει ο οικοδεσπότης ποία φυλακή ο κλέπτης έρχεται εγρηγόρησεν αν και ουκ αν είασε διορυγήναι την οικίαν αυτού
Matthew 25:36
- KJV: Naked and ye clothed me I was sick and ye visited me I was in prison and ye came unto me
- GK: γυμνός και περιεβάλετέ με ησθένησα και επεσκέψασθέ με εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με
Matthew 25:39
- KJV: Or when saw we thee sick or in prison and came unto thee
- GK: πότε δε σε είδομεν ασθενή η εν φυλακή και ήλθομεν προς σε
Matthew 25:43
- KJV: I was a stranger and ye took me not in naked and ye clothed me not sick and in prison and ye visited me not
- GK: ξενός ήμην και ου συνηγάγετέ με γυμνός και ου περιεβάλετέ με ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με
φυλακίζω (imprison)
editActs 22:19
- KJV: And I said Lord they know that I imprisoned and beat in every synagogue them that believed on thee
- GK: καγώ είπον κύριε αυτοί επίστανται ότι εγώ ήμην φυλακίζων και δέρων κατά τας συναγωγάς τους πιστεύοντας επί σε
φυλακτήριον (phylactery)
editMatthew 23:5
- KJV: But all their works they do for to be seen of men they make broad their phylacteries and enlarge the borders of their garments
- GK: πάντα δε τα έργα αυτών ποιούσι προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις πλατύνουσι δε τα φυλακτήρια αυτών και μεγαλύνουσιν τα κράσπεδα των ιματίων αυτών
φύλαξ (keeper)
editActs 5:23
- KJV: Saying The prison truly found we shut with all safety and the keepers standing without before the doors but when we had opened we found no man within
- GK: λέγοντες ότι το μεν δεσμωτήριον εύρομεν κεκλεισμένον εν πάση ασφαλεία και τους φύλακας εστώτας προ των θυρών ανοίξαντες δε έσω ουδένα εύρομεν
Acts 12:6
- KJV: And when Herod would have brought him forth the same night Peter was sleeping between two soldiers bound with two chains and the keepers before the door kept the prison
- GK: οτε δε έμελλε αυτόν προαγείν ο Ηρώδης τη νυκτί εκείνη ην ο Πέτρος κοιμώμενος μεταξύ δύο στρατιωτών δεδεμένος αλύσεσι δυσί φύλακές τε προ της θύρας ετήρουν την φυλακήν
Acts 12:19
- KJV: And when Herod had sought for him and found him not he examined the keepers and commanded that should be put to death And he went down from Judæa to Cæsarea and abode
- GK: Ηρώδης επιζητήσας αυτόν και μη ευρών ανακρίνας τους φύλακας εκέλευσεν απαχθήναι και κατελθών από της Ιουδαίας εις την Καισάρειαν διέτριβεν
φυλάσσω (beward)
editMatthew 19:20
- KJV: The young man saith unto him All these things have I kept from my youth up what lack I yet
- GK: λέγει αυτώ ο νεανίσκος πάντα ταύτα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου τι έτι υστερώ
Mark 10:20
- KJV: And he answered and said unto him Master all these have I observed from my youth
- GK: ο δε αποκριθείς είπεν αυτώ διδάσκαλε ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου
Luke 2:8
- KJV: And there were in the same country shepherds abiding in the field keeping watch over their flock by night
- GK: και ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών
Luke 8:29
- KJV: For he had commanded the unclean spirit to come out of the man For oftentimes it had caught him and he was kept bound with chains and in fetters and he brake the bands and was driven of the devil into the wilderness
- GK: παρήγγελλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από του ανθρώπου πολλοίς γαρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν και εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος και διαρρήσσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους
Luke 11:21
- KJV: When a strong man armed keepeth his palace his goods are in peace
- GK: όταν ο ισχυρός καθωπλισμένος φυλάσση την εαυτού αυλήν εν ειρήνη εστί τα υπάρχοντα αυτού
Luke 11:28
- KJV: But he said Yea rather blessed they that hear the word of God and keep it
- GK: αυτός δε είπε μενούνγε μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του θεού και φυλάσσοντες αυτόν
Luke 12:15
- KJV: And he said unto them Take heed and beware of covetousness for a man’s life consisteth not in the abundance of the things which he possesseth
- GK: είπε δε προς αυτούς οράτε και φυλάσσεσθε από της πλεονεξίας ότι ουκ εν τω περισσεύειν τινί η ζωή αυτού εστιν εκ των υπαρχόντων αυτού
Luke 18:21
- KJV: And he said All these have I kept from my youth up
- GK: ο δε είπε ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου
John 12:25
- KJV: He that loveth his life shall lose it and he that hateth his life in this world shall keep it unto life eternal
- GK: ο φιλών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν
φυλή (kindred)
editMatthew 19:28
- KJV: And Jesus said unto them Verily I say unto you That ye which have followed me in the regeneration when the Son of man shall sit in the throne of his glory ye also shall sit upon twelve thrones judging the twelve tribes of Israel
- GK: ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι εν τη παλιγγενεσία όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ
Matthew 24:30
- KJV: And then shall appear the sign of the Son of man in heaven and then shall all the tribes of the earth mourn and they shall see the Son of man coming in the clouds of heaven with power and great glory
- GK: και τότε φανήσεται το σημείον του υιού του ανθρώπου εν τω ουρανώ και τότε κόψονται πάσαι αι φυλαί της γης και όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής
Luke 2:36
- KJV: And there was one Anna a prophetess the daughter of Phanuel of the tribe of Aser she was of a great age and had lived with an husband seven years from her virginity
- GK: και ην Άννα προφήτις θυγάτηρ Φανουήλ εκ φυλής Ασήρ αύτη προβεβηκυία εν ημέραις πολλαίς ζήσασα έτη μετά ανδρός επτά από της παρθενίας αυτής
Luke 22:30
- KJV: That ye may eat and drink at my table in my kingdom and sit on thrones judging the twelve tribes of Israel
- GK: ίνα εσθίητε και πίνητε επί της τραπέζης μου εν τη βασιλεία μου και καθίσησθε επί θρόνων κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ
Acts 13:21
- KJV: And afterward they desired a king and God gave unto them Saul the son of Cis a man of the tribe of Benjamin by the space of forty years
- GK: κακείθεν ητήσαντο βασιλέα και έδωκεν αυτοίς ο θεός τον Σαούλ υιόν Κις άνδρα εκ φυλής Βενιαμίν έτη τεσσαράκοντα
Romans 11:1
- KJV: I say then Hath God cast away his people God forbid For I also am an Israelite of the seed of Abraham the tribe of Benjamin
- GK: λέγω ούν μη απώσατο ο θεός τον λαόν αυτού μη γένοιτο και γαρ εγώ Ισραηλίτης ειμί εκ σπέρματος Αβραάμ φυλής Βενϊαμίν
Philippians 3:5
- KJV: Circumcised the eighth day of the stock of Israel the tribe of Benjamin an Hebrew of the Hebrews as touching the law a Pharisee
- GK: περιτομή οκταήμερος εκ γένους Ισραήλ φυλής Βενιαμίν Εβραίος εξ Εβραίων κατά νόμον Φαρισαίος
Hebrews 7:13
- KJV: For he of whom these things are spoken pertaineth to another tribe of which no man gave attendance at the altar
- GK: εφ ον γαρ λέγεται ταύτα φυλής ετέρας μετέσχηκεν αφ΄ ης ουδείς προσέσχηκε τω θυσιαστηρίω
Hebrews 7:14
- KJV: For evident that our Lord sprang out of Juda of which tribe Moses spake nothing concerning priesthood
- GK: πρόδηλον γαρ ότι εξ Ιούδα ανατέταλκεν ο κύριος ημών εις ην φυλήν ουδέν περί ιερωσύνης Μωϋσης ελάλησε
φύλλον (leaf)
editMatthew 21:19
- KJV: And when he saw a fig tree in the way he came to it and found nothing thereon but leaves only and said unto it Let no fruit grow on thee henceforward for ever And presently the fig tree withered away
- GK: και ιδών συκήν μίαν επί της οδού ήλθεν επ΄ αυτήν και ουδέν εύρεν εν αυτή ει φύλλα μόνον και λέγει αυτή μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα και εξηράνθη παραχρήμα η συκή
Matthew 24:32
- KJV: Now learn a parable of the fig tree When his branch is yet tender and putteth forth leaves ye know that summer nigh
- GK: από δε της συκής μάθετε την παραβολήν όταν ήδη ο κλάδος αυτής γένηται απαλός και τα φύλλα εκφύη γινώσκετε ότι εγγύς το θέρος
Mark 11:13
- KJV: And seeing a fig tree afar off having leaves he came if haply he might find any thing thereon and when he came to it he found nothing but leaves for the time of figs was not
- GK: και ιδών συκήν μακρόθεν έχουσαν φύλλα ήλθεν ει άρα ευρήσει τι εν αυτή και ελθών επ΄ αυτήν ουδέν εύρεν ει φύλλα ου γαρ ην καιρός σύκων
Mark 13:28
- KJV: Now learn a parable of the fig tree When her branch is yet tender and putteth forth leaves ye know that summer is near
- GK: απο δε της συκής μάθετε την παραβολήν όταν αυτής ήδη ο κλάδος απαλός γένηται και εκφύη τα φύλλα γινώσκετε ότι εγγύς το θέρος εστίν
Revelation 22:2
- KJV: In the midst of the street of it and on either side of the river the tree of life which bare twelve fruits yielded her fruit every month and the leaves of the tree for the healing of the nations
- GK: εν μέσω της πλατείας αυτής και του ποταμού εντεύθεν και εντεύθεν ξύλον ζωής ποιούν καρπούς δώδεκα κατά μήνα έκαστον αποδιδούς τον καρπόν αυτού και τα φύλλα του ξύλου εις θεραπείαν των εθνών
φύραμα (lump)
editRomans 9:21
- KJV: Hath not the potter power over the clay of the same lump to make one vessel unto honour and another unto dishonour
- GK: η ουκ έχει εξουσίαν ο κεραμεύς του πηλού εκ του αυτού φυράματος ποιήσαι ο μεν εις τιμήν σκεύος ο δε εις ατιμίαν
Romans 11:16
- KJV: For if the firstfruit holy the lump also and if the root holy so the branches
- GK: ει δε η απαρχή αγία και το φύραμα και ει η ρίζα αγία και οι κλάδοι
1 Corinthians 5:6
- KJV: Your glorying not good Know ye not that a little leaven leaveneth the whole lump
- GK: ου καλόν το καύχημα υμών ουκ οίδατε ότι μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί
1 Corinthians 5:7
- KJV: Purge out therefore the old leaven that ye may be a new lump as ye are unleavened For even Christ our passover is sacrificed for us
- GK: εκκαθάρατε ούν την παλαιάν ζύμην ίνα ήτε νέον φύραμα καθώς εστε άζυμοι και γαρ το πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη χριστός
Galatians 5:9
- KJV: A little leaven leaveneth the whole lump
- GK: μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί
φυσικός (natural)
editRomans 1:26
- KJV: For this cause God gave them up unto vile affections for even their women did change the natural use into that which is against nature
- GK: διά τούτο παρέδωκεν αυτούς ο θεός εις πάθη ατιμίας αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν
Romans 1:27
- KJV: And likewise also the men leaving the natural use of the woman burned in their lust one toward another men with men working that which is unseemly and receiving in themselves that recompence of their error which was meet
- GK: ομοίως τε και οι άρρενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν ην έδει της πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες
2 Peter 2:12
- KJV: But these as natural brute beasts made to be taken and destroyed speak evil of the things that they understand not and shall utterly perish in their own corruption
- GK: ούτοι δε ως άλογα ζώα φυσικά γεγεννημένα εις άλωσιν και φθοράν εν οις αγνοούσι βλασφημούντες εν τη φθορά αυτών καταφθαρήσονται
φυσικῶσ (naturally)
editJude 1:10
- KJV: But these speak evil of those things which they know not but what they know naturally as brute beasts in those things they corrupt themselves
- GK: ούτοι δε όσα μεν ουκ οίδασι βλασφημούσιν όσα δε φυσικώς ως τα άλογα ζώα επίστανται εν τούτοις φθείρονται
φυσιόω (puff up)
edit1 Corinthians 4:6
- KJV: And these things brethren I have in a figure transferred to myself and Apollos for your sakes that ye might learn in us not to think above that which is written that no one of you be puffed up for one against another
- GK: ταύτα δε αδελφοί μετεσχημάτισα εις εμαυτόν και Απολλώ δι΄ υμάς ίνα εν ημίν μάθητε το μη υπέρ ο γέγραπται φρονείν ίνα μη εις υπέρ του ενός φυσιούσθε κατά του ετέρου
1 Corinthians 4:18
- KJV: Now some are puffed up as though I would not come to you
- GK: ως μη ερχομένου δε μου προς υμάς εφυσιώθησάν τινες
1 Corinthians 4:19
- KJV: But I will come to you shortly if the Lord will and will know not the speech of them which are puffed up but the power
- GK: ελεύσομαι δε ταχέως προς υμάς εάν ο κύριος θελήση και γνώσομαι ου τον λόγον των πεφυσιωμένων αλλά την δύναμιν
1 Corinthians 5:2
- KJV: And ye are puffed up and have not rather mourned that he that hath done this deed might be taken away from among you
- GK: και υμείς πεφυσιωμένοι εστέ και ουχί μάλλον επενθήσατε ίνα εξαρθή εκ μέσου υμών ο το έργον τούτο ποιήσας
1 Corinthians 8:1
- KJV: Now as touching things offered unto idols we know that we all have knowledge Knowledge puffeth up but charity edifieth
- GK: περί δε των ειδωλοθύτων οίδαμεν ότι πάντες γνώσιν έχομεν η γνώσις φυσιοί η δε αγάπη οικοδομεί
1 Corinthians 13:4
- KJV: Charity suffereth long is kind charity envieth not charity vaunteth not itself is not puffed up
- GK: η αγάπη μακροθυμεί χρηστεύεται η αγάπη ου ζηλοί η αγάπη ου περπερεύεται ου φυσιούται
Colossians 2:18
- KJV: no man beguile you of your reward in a voluntary humility and worshipping of angels intruding into those things which he hath not seen vainly puffed up by his fleshly mind
- GK: μηδείς υμάς καταβραβεύετω θέλων εν ταπεινοφροσύνη και θρησκεία των αγγέλων α μη εώρακεν εμβατεύων εική φυσιούμενος υπό του νοός της σαρκός αυτού
φύσις ((man-)kind)
editRomans 1:26
- KJV: For this cause God gave them up unto vile affections for even their women did change the natural use into that which is against nature
- GK: διά τούτο παρέδωκεν αυτούς ο θεός εις πάθη ατιμίας αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν
Romans 2:14
- KJV: For when the Gentiles which have not the law do by nature the things contained in the law these having not the law are a law unto themselves
- GK: όταν γαρ έθνη τα μη νόμον έχοντα φύσει τα του νόμου ποιή ούτοι νόμον μη έχοντες εαυτοίς εισι νόμος
Romans 2:27
- KJV: And shall not uncircumcision by nature if it fulfil the law judge thee who by the letter and circumcision dost transgress the law
- GK: και κρινεί η εκ φύσεως ακροβυστία τον νόμον τελούσα σε τον διά γράμματος και περιτομής παραβάτην νόμου
Romans 11:21
- KJV: For if God spared not the natural branches lest he also spare not thee
- GK: ει γαρ ο θεός των κατά φύσιν κλάδων ουκ εφείσατο μήπως ουδέ σου φείσεται
Romans 11:24
- KJV: For if thou wert cut out of the olive tree which is wild by nature and wert graffed contrary to nature into a good olive tree how much more shall these which be the natural be graffed into their own olive tree
- GK: ει γαρ συ εκ της κατά φύσιν εξεκόπης αγριελαίου και παρά φύσιν ενεκεντρίσθης εις καλλιέλαιον πόσω μάλλον ούτοι οι κατά φύσιν εγκεντρισθήσονται τη ιδία ελαία
1 Corinthians 11:14
- KJV: Doth not even nature itself teach you that if a man have long hair it is a shame unto him
- GK: η ουδέ αυτή η φύσις διδάσκει υμάς ότι ανήρ μεν εάν κομά ατιμία αυτώ εστί
Galatians 2:15
- KJV: We Jews by nature and not sinners of the Gentiles
- GK: ημείς φύσει Ιουδαίοι και ουκ εξ εθνών αμαρτωλοί
Galatians 4:8
- KJV: Howbeit then not God ye did service unto them which by nature are no gods
- GK: αλλά τότε μεν ουκ ειδότες θεόν εδουλεύσατε τοις μη φύσει ούσι θεοίς
Ephesians 2:3
- KJV: Among whom also we all had our conversation in times past in the lusts of our flesh fulfilling the desires of the flesh and of the mind and were by nature the children of wrath even as others
- GK: εν οις και ημείς πάντες ανεστράφημέν ποτε εν ταις επιθυμίαις της σαρκός ημών ποιούντες τα θελήματα της σαρκός και των διανοιών και ήμεν τέκνα φύσει οργής ως και οι λοιποί
φυσίωσις (swelling)
edit2 Corinthians 12:20
- KJV: For I fear lest when I come I shall not find you such as I would and I shall be found unto you such as ye would not lest debates envyings wraths strifes backbitings whisperings swellings tumults
- GK: φοβούμαι γαρ μήπως ελθών ουχ οίους θέλω εύρω υμάς καγώ ευρεθώ υμίν οίον ου θέλετε μήπως έρις ζήλοι θυμοί ερίθειαι καταλαλιαί ψιθυρισμοί φυσιώσεις ακαταστασίαι
φυτεία (plant)
editMatthew 15:13
- KJV: But he answered and said Every plant which my heavenly Father hath not planted shall be rooted up
- GK: ο δε αποκριθείς είπε πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο πατήρ μου ο ουρανίος εκριζωθήσεται
φυτεύω (plant)
editMatthew 15:13
- KJV: But he answered and said Every plant which my heavenly Father hath not planted shall be rooted up
- GK: ο δε αποκριθείς είπε πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο πατήρ μου ο ουρανίος εκριζωθήσεται
Matthew 21:33
- KJV: Hear another parable There was a certain householder which planted a vineyard and hedged it round about and digged a winepress in it and built a tower and let it out to husbandmen and went into a far country
- GK: άλλην παραβολήν ακούσατε άνθρωπός τις ην οικοδεσπότης όστις εφύτευσεν αμπελώνα και φραγμόν αυτώ περιέθηκε και ώρυξεν εν αυτώ ληνόν και ωκοδόμησε πύργον και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησεν
Mark 12:1
- KJV: And he began to speak unto them by parables man planted a vineyard and set an hedge about and digged the winefat and built a tower and let it out to husbandmen and went into a far country
- GK: και ήρξατο αυτοίς εν παραβολαίς λέγειν αμπελώνα εφύτευσεν άνθρωπος και περιέθηκε φραγμόν και ώρυξεν υπολήνιον και ωκοδόμησε πύργον και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησεν
Luke 13:6
- KJV: He spake also this parable A certain had a fig tree planted in his vineyard and he came and sought fruit thereon and found none
- GK: έλεγε δε ταύτην την παραβολήν συκήν είχέ τις εν τω αμπελώνι αυτού πεφυτευμένην και ήλθε καρπόν ζητών εν αυτή και ουχ εύρεν
Luke 17:6
- KJV: And the Lord said If ye had faith as a grain of mustard seed ye might say unto this sycamine tree Be thou plucked up by the root and be thou planted in the sea and it should obey you
- GK: είπε δε ο κύριος ει έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως ελέγετε αν τη συκαμίνω ταύτη εκριζώθητι και φυτεύθητι εν τη θαλάσση και υπήκουσεν αν υμίν
Luke 17:28
- KJV: Likewise also as it was in the days of Lot they did eat they drank they bought they sold they planted they builded
- GK: ομοίως και ως εγένετο εν ταις ημέραις Λωτ ήσθιον έπινον ηγόραζον επώλουν εφύτευον ωκοδόμουν
Luke 20:9
- KJV: Then began he to speak to the people this parable A certain man planted a vineyard and let it forth to husbandmen and went into a far country for a long time
- GK: ήρξατο δε προς τον λαόν λέγειν την παραβολήν ταύτην άνθρωπός τις εφύτευσεν αμπελώνα και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησε χρόνους ικανούς
1 Corinthians 3:6
- KJV: I have planted Apollos watered but God gave the increase
- GK: εγώ εφύτευσα Απολλώς επότισεν αλλ΄ ο θεός ηύξανεν
1 Corinthians 3:7
- KJV: So then neither is he that planteth any thing neither he that watereth but God that giveth the increase
- GK: ώστε ούτε ο φυτεύων εστί τι ούτε ο ποτίζων αλλ΄ ο αυξάνων θεός
φύω (spring (up))
editLuke 8:6
- KJV: And some fell upon a rock and as soon as it was sprung up it withered away because it lacked moisture
- GK: και έτερον έπεσεν επί την πέτραν και φυέν εξηράνθη διά το μη έχειν ικμάδα
Luke 8:8
- KJV: And other fell on good ground and sprang up and bare fruit an hundredfold And when he had said these things he cried He that hath ears to hear let him hear
- GK: και ετέρον έπεσεν επί την γην την αγαθήν και φυέν εποίησε καρπόν εκατονταπλασίονα ταύτα λέγων εφώνει ο έχων ώτα ακουείν ακουέτω
Hebrews 12:15
- KJV: Looking diligently lest any man fail of the grace of God lest any root of bitterness springing up trouble and there by many be defiled
- GK: επισκοπούντες μη τις υστερών από της χάριτος του θεού μη τις ρίζα πικρίας άνω φύουσα ενοχλή και διά ταύτης μιανθώσι πολλοί
φωλεός (hole)
editMatthew 8:20
- KJV: And Jesus saith unto him The foxes have holes and the birds of the air nests but the Son of man hath not where to lay head
- GK: και λέγει αυτώ ο Ιησούς αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις ο δε υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη
Luke 9:58
- KJV: And Jesus said unto him Foxes have holes and birds of the air nests but the Son of man hath not where to lay head
- GK: και είπεν αυτώ ο Ιησούς αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις ο δε υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη
φωνέω (call (for))
editMatthew 20:32
- KJV: And Jesus stood still and called them and said What will ye that I shall do unto you
- GK: και στας ο Ιησούς εφώνησεν αυτούς και είπε τι θέλετε ποιήσω υμίν
Matthew 26:34
- KJV: Jesus said unto him Verily I say unto thee That this night before the cock crow thou shalt deny me thrice
- GK: έφη αυτώ ο Ιησούς αμήν λέγω σοι ότι εν ταύτη τη νυκτί πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις απαρνήση με
Matthew 26:74
- KJV: Then began he to curse and to swear I know not the man And immediately the cock crew
- GK: τότε ήρξατο καταναθεματίζειν και ομνύειν ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον και ευθέως αλέκτωρ εφώνησε
Matthew 26:75
- KJV: And Peter remembered the word of Jesus which said unto him Before the cock crow thou shalt deny me thrice And he went out and wept bitterly
- GK: και εμνήσθη ο Πέτρος του ρήματος Ιησού ειρηκότος αυτώ ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις απαρνήση με και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς
Matthew 27:47
- KJV: Some of them that stood there when they heard said This calleth for Elias
- GK: τινές δε των εκεί εστώτων ακούσαντες έλεγον ότι Ηλίαν φωνεί ούτος
Mark 3:31
- KJV: There came then his brethren and his mother and standing without sent unto him calling him
- GK: έρχονται ουν οι αδελφοί και η μήτηρ αυτόυ και έξω εστώτες απέστειλαν προς αυτόν φωνούντες αυτόν
Mark 9:35
- KJV: And he sat down and called the twelve and saith unto them If any man desire to be first shall be last of all and servant of all
- GK: και καθίσας εφώνησε τους δώδεκα και λέγει αυτοίς ει θέλει πρώτος είναι έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος
Mark 10:49
- KJV: And Jesus stood still and commanded him to be called And they call the blind man saying unto him Be of good comfort rise he calleth thee
- GK: και στας ο Ιησούς είπεν αυτόν φωνηθήναι και φωνούσι τον τυφλόν λέγοντες αυτώ θάρσει έγειραι φωνεί σε
Mark 14:30
- KJV: And Jesus saith unto him Verily I say unto thee That this day in this night before the cock crow twice thou shalt deny me thrice
- GK: και λέγει αυτώ ο Ιησούς αμήν λέγω σοι ότι σήμερον εν τη νυκτί ταύτη πριν η δις αλέκτορα φωνήσαι τρις απαρνήση με
φωνή (noise)
editMatthew 2:18
- KJV: In Rama was there a voice heard lamentation and weeping and great mourning Rachel weeping her children and would not be comforted because they are not
- GK: φωνή εν Ραμά ηκούσθη θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής και ουκ ήθελε παρακληθήναι ότι ουκ εισί
Matthew 3:3
- KJV: For this is he that was spoken of by the prophet Esaias saying The voice of one crying in the wilderness Prepare ye the way of the Lord make his paths straight
- GK: ούτος γαρ εστιν ο ρηθείς υπό Ησαϊου του προφήτου λέγοντος φωνή βοώντος εν τη ερήμω ετοιμάσατε την οδόν κυρίου ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού
Matthew 3:17
- KJV: And lo a voice from heaven saying This is my beloved Son in whom I am well pleased
- GK: και ιδού φωνή εκ των ουρανών λέγουσα ούτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα
Matthew 12:19
- KJV: He shall not strive nor cry neither shall any man hear his voice in the streets
- GK: ουκ ερίσει ουδέ κραυγάσει ουδέ ακούσει τις εν ταις πλατείαις την φωνήν αυτού
Matthew 17:5
- KJV: While he yet spake behold a bright cloud overshadowed them and behold a voice out of the cloud which said This is my beloved Son in whom I am well pleased hear ye him
- GK: έτι αυτού λαλούντος ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς και ιδού φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα ούτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα αυτού ακούετε
Matthew 24:31
- KJV: And he shall send his angels with a great sound of a trumpet and they shall gather together his elect from the four winds from one end of heaven to the other
- GK: και αποστελεί τους αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης και επισυνάξουσι τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων απ΄ άκρων ουρανών έως άκρων αυτών
Matthew 27:46
- KJV: And about the ninth hour Jesus cried with a loud voice saying Eli Eli lama sabachthani that is to say My God my God why hast thou forsaken me
- GK: περί δε την ενάτην ώραν ανεβόησεν ο Ιησούς φωνή μεγάλη λέγων ηλί ηλί λιμά σαβαχθανί τουτ΄ θεέ μου θεέ μου ίνατι με εγκατέλιπες
Matthew 27:50
- KJV: Jesus when he had cried again with a loud voice yielded up the ghost
- GK: ο δε Ιησούς πάλιν κράξας φωνή μεγάλη αφήκε το πνεύμα
Mark 1:3
- KJV: The voice of one crying in the wilderness Prepare ye the way of the Lord make his paths straight
- GK: φωνή βοώντος εν τη ερήμω ετοιμάσατε την οδόν κυρίου ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού
φῶς (fire)
editMatthew 4:16
- KJV: The people which sat in darkness saw great light and to them which sat in the region and shadow of death light is sprung up
- GK: ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς
Matthew 5:14
- KJV: Ye are the light of the world A city that is set on an hill cannot be hid
- GK: υμείς εστέ το φως του κόσμου ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη
Matthew 5:16
- KJV: your light so shine before men that they may see your good works and glorify your Father which is in heaven
- GK: ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς
Matthew 6:23
- KJV: But if thine eye be evil thy whole body shall be full of darkness If therefore the light that is in thee be darkness how great that darkness
- GK: εάν δε ο οφθαλμός σου πονηρός η όλον το σώμά σου σκοτεινόν έσται ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί το σκότος πόσον
Matthew 10:27
- KJV: What I tell you in darkness speak ye in light and what ye hear in the ear preach ye upon the housetops
- GK: ο λέγω υμίν εν τη σκοτία είπατε εν τω φωτί και ο εις το ους ακούετε κηρύξατε επί των δωμάτων
Matthew 17:2
- KJV: And was transfigured before them and his face did shine as the sun and his raiment was white as the light
- GK: και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών και έλαμψεν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως
Mark 14:54
- KJV: And Peter followed him afar off even into the palace of the high priest and he sat with the servants and warmed himself at the fire
- GK: και ο Πέτρος από μακρόθεν ηκολούθησεν αυτώ έως έσω εις την αυλήν του αρχιερέως και ην συγκαθήμενος μετά των υπηρετών και θερμαινόμενος προς το φως
Luke 2:32
- KJV: A light to lighten the Gentiles and the glory of thy people Israel
- GK: φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ
Luke 8:16
- KJV: No man when he hath lighted a candle covereth it with a vessel or putteth under a bed but setteth on a candlestick that they which enter in may see the light
- GK: ουδείς δε λύχνον άψας καλύπτει αυτόν σκεύει η υποκάτω κλίνης τίθησιν αλλ΄ επί λυχνίας επιτίθησιν ίνα οι εισπορευόμενοι βλέπωσι το φως
φωστήρ (light)
editPhilippians 2:15
- KJV: That ye may be blameless and harmless the sons of God without rebuke in the midst of a crooked and perverse nation among whom ye shine as lights in the world
- GK: ίνα γένησθε άμεμπτοι και ακέραιοι τέκνα θεού αμώμητα εν μέσω γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης εν οις φαίνεσθε ως φωστήρες εν κόσμω
Revelation 21:11
- KJV: Having the glory of God and her light like unto a stone most precious even like a jasper stone clear as crystal
- GK: έχουσαν την δόξαν του θεού ο φωστήρ αυτης όμοιος λίθω τιμιωτάτω ως λίθω ιάσπιδι κρυσταλλιζοντι
φωσφόρος (day star)
edit2 Peter 1:19
- KJV: We have also a more sure word of prophecy whereunto ye do well that ye take heed as unto a light that shineth in a dark place until the day dawn and the day star arise in your hearts
- GK: και έχομεν βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον ω καλώς ποιείτε προσέχοντες ως λύχνω φαίνοντι εν αυχμηρώ τόπω έως ου ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών
φωτεινός (bright)
editMatthew 6:22
- KJV: The light of the body is the eye if therefore thine eye be single thy whole body shall be full of light
- GK: ο λύχνος του σώματός εστιν ο οφθαλμός εάν ουν ο οφθαλμός σου απλούς η όλον το σώμά σου φωτεινόν έσται
Matthew 17:5
- KJV: While he yet spake behold a bright cloud overshadowed them and behold a voice out of the cloud which said This is my beloved Son in whom I am well pleased hear ye him
- GK: έτι αυτού λαλούντος ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς και ιδού φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα ούτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα αυτού ακούετε
Luke 11:34
- KJV: The light of the body is the eye therefore when thine eye is single thy whole body also is full of light but when is evil thy body also full of darkness
- GK: ο λύχνος του σώματός εστιν ο οφθαλμός όταν ούν ο οφθαλμός σου απλούς η και όλον το σώμά σου φωτεινόν εστιν επάν δε πονηρός η και το σώμά σου σκοτεινόν
Luke 11:36
φωτίζω (enlighten)
editLuke 11:36
- KJV: If thy whole body therefore full of light having no part dark the whole shall be full of light as when the bright shining of a candle doth give thee light
- GK: ει ούν το σώμά σου όλον φωτεινόν μη έχον τι μέρος σκοτεινόν έσται φωτεινόν όλον ως όταν ο λύχνος τη αστραπή φωτίζη σε
John 1:9
- KJV: was the true Light which lighteth every man that cometh into the world
- GK: ην το φως το αληθινόν ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον
1 Corinthians 4:5
- KJV: Therefore judge nothing before the time until the Lord come who both will bring to light the hidden things of darkness and will make manifest the counsels of the hearts and then shall every man have praise of God
- GK: ώστε μη προ καιρού τι κρίνετε έως αν έλθη ο κύριος ος και φωτίσει το κρυπτά του σκότους και φανερώσει τας βουλάς των καρδιών και τότε ο έπαινος γενήσεται εκάστω από του θεού
Ephesians 1:18
- KJV: The eyes of your understanding being enlightened that ye may know what is the hope of his calling and what the riches of the glory of his inheritance in the saints
- GK: πεφωτισμένους τους οφθαλμούς της διανοίας υμών εις το ειδέναι υμάς τις εστιν η ελπίς της κλήσεως αυτού και τις ο πλούτος της δόξης της κληρονομίας αυτού εν τοις αγίοις
Ephesians 3:9
- KJV: And to make all see what the fellowship of the mystery which from the beginning of the world hath been hid in God who created all things by Jesus Christ
- GK: και φωτίσαι πάντας τις η κοινωνία του μυστηρίου του αποκεκρυμμένου από των αιώνων εν τω θεώ τω τα πάντα κτίσαντι διά Ιησού χριστού
2 Timothy 1:10
- KJV: But is now made manifest by the appearing of our Saviour Jesus Christ who hath abolished death and hath brought life and immortality to light through the gospel
- GK: φανερωθείσαν δε νυν διά της επιφανείας του σωτήρος ημών Ιησού χριστού καταργήσαντος μεν τον θάνατον φωτίσαντος δε ζωήν και αφθαρσίαν διά του ευαγγελίου
Hebrews 6:4
- KJV: For impossible for those who were once enlightened and have tasted of the heavenly gift and were made partakers of the Holy Ghost
- GK: αδύνατον γαρ τους άπαξ φωτισθέντας γευσαμένους τε της δωρεάς της επουρανίου και μετόχους γενηθέντας πνεύματος αγίου
Hebrews 10:32
- KJV: But call to remembrance the former days in which after ye were illuminated ye endured a great fight of afflictions
- GK: αναμιμνήσκεσθε δε τας πρότερον ημέρας εν αις φωτισθέντες πολλήν άθλησιν υπεμείνατε παθημάτων
Revelation 18:1
- KJV: And after these things I saw another angel come down from heaven having great power and the earth was lightened with his glory
- GK: και μετά ταύτα είδον άλλον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού έχοντα εξουσίαν μεγάλην και η γη εφωτίσθη εκ της δόξης αυτού
φωτισμός (light)
edit2 Corinthians 4:4
- KJV: In whom the god of this world hath blinded the minds of them which believe not lest the light of the glorious gospel of Christ who is the image of God should shine unto them
- GK: εν οις ο θεός του αιώνος τούτου ετύφλωσε τα νοήματα των απίστων εις το μη αυγάσαι αυτοίς τον φωτισμόν του ευαγγελίου της δόξης του χριστού ος εστιν εικών του αοράτου θεού
2 Corinthians 4:6
- KJV: For God who commanded the light to shine out of darkness hath shined in our hearts to the light of the knowledge of the glory of God in the face of Jesus Christ
- GK: ότι ο θεός ο ειπών εκ σκότους φως λάμψαι ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του θεού εν προσώπω Ιησού χριστού